Οικονομία | Ελλάδα

BNP Paribas: Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγεται για την Ελλάδα με διατήρηση του θετικού μομέντουμ - Οι κίνδυνοι για το 2023

Παρά τη σημαντική ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022. Ωστόσο, το πραγματικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 0,5% σε τριμηνιαία βάση κατά το τρίτο τρίμηνο, παρά το γεγονός ότι η τουριστική δραστηριότητα διατηρήθηκε σε καλά επίπεδα και η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική, όπως επισημαίνει η BNP Paribas.

Πράγματι, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε κατά το τρίτο τρίμηνο του 2022 (πτώση κατά 29 χιλιάδες ανέργους), φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2009. Σχεδόν το 80% της αύξησης της ανεργίας που καταγράφηκε κατά μεταξύ των διαδοχικών οικονομικών κρίσεων του 2008 και του 2011, και που διήρκεσε από το φθινόπωρο του 2008 έως την άνοιξη του 2013 εξαλείφθηκε. Συνεπώς, αν και εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε χαμηλότερα από το 12% τον Οκτώβριο (11,6%), με την ελληνική οικονομία ωστόσο να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υπόλοιπη Ευρώπη ως προς το εμπορικό σκέλος και τον ενεργειακό της εφοδιασμό εξακολουθώντας να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην επιδεινούμενη οικονομική ευρωπαϊκή κατάσταση.

Όπως αναφέρει ο Guillaume Derrien, οικονομολόγος της BNP Paribas, με τον πληθωρισμό να αυξάνεται, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αύξησε σημαντικά τον κατώτατο μισθό κατά 7,5% τον Μάιο, κίνηση ωστόσο, που δεν αντιστάθμισε πλήρως τις υψηλές πιέσεις. Ο πληθωρισμός έφτασε στο ανώτατο σημείο του και πιο συγκεκριμένα στο 12,1% τον Σεπτέμβριο, προτού υποχωρήσει στο 9,5% τον Οκτώβριο. Παράλληλα, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε εκ νέου στο 11,6% τον Νοέμβριο, με την Ελλάδα ωστόσο να απέχει αρκετά ακόμη από το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας, το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κυμαίνεται μεταξύ 8% και 9%. Αυτό αναμένεται να περιορίσει τις δευτερογενείς επιπτώσεις στους μισθούς και να περιορίσει περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Στην πραγματικότητα, η τριμηνιαία ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αξιολογεί τους περιορισμούς στη διαδικασία παραγωγής, επιβεβαιώνει ότι οι πιέσεις στο σκέλος των προσλήψεων είναι χαμηλότερες στην Ελλάδα έναντι ευρύτερα της Ευρωζώνης, γεγονός που θα αποτρέψει την υπερβολική αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων στους μισθούς.

Υπό αυτό το πρίσμα, η BNP Paribas αναμένει ανάπτυξη της τάξεως του 1% για το 2023 στην Ελλάδα, από 6% το 2022, προτού ενισχυθεί ελαφρώς ο ρυθμός ανάπτυξης στο 2% το 2024. Από την άλλη βέβαια, οι πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να περιοριστούν μερικώς μόνο, παραμένοντας σε υψηλά επίπεδα και πιο συγκεκριμένα στο 6% το 2023 (από 10% το 2022), προτού αποκλιμακωθούν περαιτέρω στο 2,4% το 2024.


Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγεται για την Ελλάδα

Παράλληλα, όπως ήταν αναμενόμενο, στις 20 Αυγούστου, η Ελλάδα αποχώρησε από το πρόγραμμα ενισχυμένης επιτήρησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο οποίο είχε ενταχθεί το 2018. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εξακολουθήσει να εστιάζει και να παρακολουθεί ιδιαίτερα στενά την Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, εξαιτίας της στήριξης που έχουν λάβει από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους (μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Ευρωπαϊκού - EMS και του Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας - EFSF), με ορισμένες αποπληρωμές δανείων να κατανέμονται σε ένα μεγάλος βάθος χρόνου (μέχρι το 2070 για την Ελλάδα). Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να αξιολογεί υπό ένα ιδιαίτερα στενό πρίσμα τις εξελίξεις στα δημοσιονομικά και τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.

Η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα ενισχυμένης επιτήρησης, δείχνει ωστόσο τις αξιοσημείωτες βελτιώσεις που έχει καταγράψει η χώρα τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα γύρω από τη δημοσιονομική της θέση. Το πρωτογενές ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης, το οποίο κατέγραψε σημαντικά ελλείμματα το 2020 και το 2021 εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού (τα ελλείμματα ανήλθαν στο 6,9% του ΑΕΠ και στο 5% του ΑΕΠ αντίστοιχα), αναμένεται να ανακάμψει σημαντικά το 2022, προτού πιθανώς κινηθεί σε μια πλεονασματική βάση το 2023. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να υποχωρήσει σημαντικά φέτος και σε μεγαλύτερο εύρος από το 2021, με την κυβέρνηση να στοχεύει προς το 170% περίπου του ΑΕΠ, ήτοι μια ισχυρή μείωση από τα επίπεδα ρεκόρ που καταγράφηκαν το 2020 (206,3% του ΑΕΠ).

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση μπορεί να επωφεληθεί από ένα καλύτερο από το αναμενόμενο «scissor effect» (αύξηση των εισπραχθέντων φόρων και μείωση των μέτρων στήριξης και όσων διοχετεύονται προς την κοινωνία) προκειμένου να χρηματοδοτήσει ένα τμήμα του πακέτου στήριξης στη βάση του πληθωρισμού που απευθύνεται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, χωρίς να απειλείται η δημοσιονομική «τροχιά» που τίθεται στον Προϋπολογισμό του 2022. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 15 Οκτωβρίου, η ελληνική κυβέρνηση αναγνώρισε, ειδικότερα, τη μόνιμη μείωση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες του συντελεστή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (τέλη 2022), καθώς και την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, δύο μέτρα που σηματοδοτούσαν και που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και τα οποία αναμένονταν να λήξουν στα τέλη του 2022.

Επιπλέον, χάρη στις ισχυρές επιδόσεις της οικονομίας και το πρόγραμμα «Ηρακλής» (το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή τον Οκτώβριο του 2019 και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2022), ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος κατέγραψε μια περαιτέρω μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), καθώς και του δείκτη NPE, ο οποίος έφτασε στο 10% στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2022. Ωστόσο, το 2023 αναμένεται να αποτελέσει μια δύσκολη χρονιά, σύμφωνα με τον Derrien, υπό το πρίσμα συνδυασμένων κινδύνων (υψηλός πληθωρισμός και αύξηση των επιτοκίων) που πιθανόν να οδηγήσει σε μεγαλύτερες δυσκολίες πληρωμής των υποχρεώσεων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

TAGS: