Οικονομία | Ελλάδα

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Θετικές προοπτικές για ΑΕΠ- έσοδα

Δήμητρα Καδδά

Θετική εικόνα για το παρόν και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τουλάχιστον 5 σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τους επόμενους μήνες καταγράφονται στην νέα έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Οι προκλήσεις περιλαμβάνουν τη νέα μετάλλαξη του κορωνοϊού υπό το πρίσμα ότι «η σχετικά χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού και, κυρίως, οι αδυναμίες στο σύστημα υγείας σε υποδομές και προσωπικό που έχουν οδηγήσει σε διπλάσια θνησιμότητα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο», αλλά και τη λήξη του PEPP, το ενδεχόμενο μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής, την επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων και τις πληθωριστικές προκλήσεις που εκτιμάται ότι θα διατηρηθούν και θα ενταθούν το επόμενο διάστημα...

Στην Έκθεση του Γ’ τριμήνου που παρουσίασε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης εκτιμάται πως «η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και στο τρίτο τρίμηνο του έτους με υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης 13,4%, αποκαθιστώντας το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του προηγούμενου έτους. Παράλληλα, σημειώνεται αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας ενώ περιορίζεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών». Αλλά και οι βραχυχρόνιοι δείκτες, που καταγράφουν θετικές προσδοκίες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο τελευταίο τρίμηνο του έτους.

«Στα δημόσια οικονομικά, τα στοιχεία του δεκαμήνου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021 δείχνουν μια λίγο καλύτερη εικόνα σε σχέση με το προηγούμενο έτος που, εφόσον διατηρηθεί – και σε συνδυασμό με το υψηλότερο ΑΕΠ – ενδέχεται να οδηγήσει σε μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα το 2021 από όσο προβλέπεται στον Προϋπολογισμό του 2022», επισημαίνεται.

Οι απειλές

Παρά τη θετική εικόνα υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τους επόμενους μήνες, που απαριθμούνται:

1. Η νέα μετάλλαξη του κορωνοϊού, η σχετικά χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού και, κυρίως, οι αδυναμίες στο σύστημα υγείας σε υποδομές και προσωπικό που έχουν οδηγήσει σε διπλάσια θνησιμότητα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αυξάνουν την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας και την επίπτωσή της στην οικονομική δραστηριότητα”, αναφέρεται.

2.Ο πληθωρισμός καταγράφει σημαντική αύξηση, στο 4% τον Νοέμβριο του 2021, προερχόμενος κατά κύριο λόγο από το κόστος ενέργειας και η εξέλιξή του παραμένει αβέβαιη. Το ζήτημα είναι πως ο «πυρήνας» του πληθωρισμού (δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα), διαμορφώθηκε στο 1,1% τον Νοέμβριο του 2021 αυξημένος σε σχέση με τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους (-1,8%) και σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (0,7%), αλλά και πως σημαντική αύξηση κατέγραψαν τον Οκτώβριο ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία και ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία. Συγκεκριμένα, o δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 23,5% έναντι μείωσης 6,9% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, ενώ σε σχέση με τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε κατά 3,3%. Ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία παρουσίασε ετήσια αύξηση 33,9% έναντι μείωσης 12,7% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, ενώ σε σχέση με τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε κατά 4,8%.

Εκτιμάται πως ένα μέρος από αυτήν την άνοδο θα «περάσει» μέσω της βιομηχανίας στην αγορά τους επόμενους μήνες.

3. Τον Μάρτιο του 2022 αναμένεται η λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP). Η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να διατηρήσει τις επαναγορές τίτλων που λήγουν μέχρι το 2024 καθώς και η δυνατότητα αντικατάστασης τίτλων άλλων κρατών με τίτλους ελληνικού δημοσίου, δημιουργούν συνθήκες ομαλής μετάβασης μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος που πρέπει όμως να αξιοποιηθούν επαρκώς με την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας.

4. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής σε περίπτωση διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων (η ΕΚΤ αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό του 2022 από 1,7% σε 3,2%).

5. Από το 2023 θα τεθεί σε εφαρμογή το υπό αναθεώρηση Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα προδιαγράφει μια πορεία αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας και θα επαναφέρει δημοσιονομικούς περιορισμούς που είχαν ανασταλεί.

Ρευστό περιβάλλον

Με δεδομένες αυτές τις αβεβαιότητες, διαμορφώνεται ένα αρκετά ρευστό εξωτερικό περιβάλλον εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία στα επόμενα έτη και ο ρόλος της οικονομικής πολιτικής αναμένεται να είναι κρίσιμος στον καθορισμό των ρυθμών μεγέθυνσης” επισημαίνεται. Ειδική μνεία γίνεται για τον Προϋπολογισμός του 2022 που προβλέπει «σημαντική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος (1,4% έναντι εκτίμησης 7% για το 2021, σε όρους ESA) που θα προέλθει από τη μερική απόσυρση των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας». Υπολογίζεται πως τα μέτρα αυτά αναλογούσαν σε περίπου 9% του ΑΕΠ ετησίως για το 2020 και 2021 και θα περιοριστούν σε 2,2% του ΑΕΠ για το 2022. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι “μια δυσμενής εξέλιξη της πανδημίας καθώς και μια συνέχιση των αυξήσεων του κόστους ενέργειας μπορεί να προκαλέσει πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η εξαγγελία πρόσθετων μέτρων κάλυψης του αυξημένου κόστους ενέργειας, λίγο πριν την ψήφιση του Προϋπολογισμού, είναι ενδεικτική”.

Ωστόσο, η δημοσιονομική προσαρμογή που προβλέπει ο Προϋπολογισμός δεν αναμένεται να έχει αρνητική επίπτωση στο ρυθμό μεγέθυνσης εφόσον εξομαλυνθεί επαρκώς η οικονομική δραστηριότητα και αξιοποιηθούν αποτελεσματικά οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκτιμά το Γραφείο. «Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι το σημαντικότερο αναπτυξιακό εργαλείο των επόμενων ετών και μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά τόσο στους μεσοπρόθεσμους ρυθμούς μεγέθυνσης (ως δαπάνη) όσο και στη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας με τη δημιουργία δημόσιων υποδομών που αυξάνουν την παραγωγικότητα αναβαθμίζοντας τον τεχνολογικό εξοπλισμό και τις οργανωτικές μορφές των επιχειρήσεων καθώς και τις εργασιακές δεξιότητες των απασχολούμενων. Υπενθυμίζουμε ωστόσο ότι η αξιοποίησή του δεν εξαντλείται στην απορρόφηση των προβλεπόμενων πόρων αλλά εξαρτάται από την αποτελεσματική κατανομή τους», αναφέρεται.

Άνοδος φτώχειας το 2019

Ειδική σημασία δίδει και στην εξέλιξη της φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στη διάρκεια του 2019 καταγράφηκε οριακή μείωση του κίνδυνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (που μειώνεται από το 2014) αλλά και οριακή αύξηση των δεικτών οικονομικής ανισότητας (που μειώνονταν από το 2016). Καθώς οι έρευνες αφορούν τα εισοδήματα του 2019, δηλαδή πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, «αναμένουμε περαιτέρω επιδείνωση τα επόμενα έτη που ενδέχεται να καταστήσουν οξύτερο το πρόβλημα της οικονομικής ανισότητας», επισημαίνεται. Αναφέρεται πως η ανάπτυξη μηχανισμών κοινωνικής προστασίας που θα περιορίζουν την ανισότητα και θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή «είναι ήδη κεντρικό θέμα συζήτησης στις ανεπτυγμένες οικονομίες και αναμένουμε να αποτελέσει σημαντική πρόκληση για τη χώρα μας στα επόμενα έτη».

Παραθέτει τη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνει πως η οικονομική ανισότητα διευρύνθηκε το 2020 (εισοδήματα 2019), αφού ο λόγος S80/S20 (αναλογία ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του πλουσιότερου 20% σε σχέση με το φτωχότερο 20%) αυξήθηκε σε 5,2 (5,1 το 2019) ενώ ο συντελεστής ανισότητας Gini1 (απόκλιση από την ίση κατανομή εισοδήματος) αυξήθηκε σε 0,314 (από 0,310 το 2019).

Το έλλειμμα και το χρέος

Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου του 2021 καταγράφει πρωτογενές έλλειμμα 7.454 εκατ. ευρώ που ισοδυναμεί με βελτίωση 620 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του προηγούμενου έτους.

Επίσης, τα φορολογικά έσοδα κατά 3.055 εκατ. ευρώ, ενώ τα έσοδα του ΠΔΕ εμφανίζονται μειωμένα κατά 856 εκατ. ευρώ.

Σημειώνει επίσης πως παρά τις αβεβαιότητες στις διεθνείς αγορές, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του ελληνικού κράτους παραμένουν σταθερά χαμηλές. Καταγράφει ωστόσο τη διαφορά (spread) των ελληνικών 10ετών τίτλων από τους αντίστοιχους της Ευρωζώνης που έχει περιοριστεί. Συγκεκριμένα, στις 30 Νοεμβρίου, η διαφορά από τους γερμανικούς τίτλους είχε διαμορφωθεί στις 161,3 μονάδες βάσης, από τους πορτογαλικούς τίτλους στις 93,4 μονάδες βάσης και ήταν πάνω από τους ιταλικούς τίτλους κατά 29,5 μονάδες βάσης.

Καταλυτικό ρόλο στη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων και στη σύγκλισή τους προς τις αποδόσεις των άλλων χωρών της Ευρωζώνης έπαιξε η συμπερίληψή τους στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ωστόσο, η αβεβαιότητα για την εποχή μετά το PEPP άρχισε να εμφανίζεται στις αποδόσεις του Νοεμβρίου και αναμένεται να φανεί αν θα αμβλυνθεί μετά την απόφαση της ΕΚΤ.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

TAGS: