Editorial

Η παγίδα μίας λανθασμένης εκτίμησης περί ανάπτυξης

Οι προβλέψεις της Κομισιόν για την αναπτυξιακή δυναμική τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την ΕΕ, είναι αρκετά συντηρητικές.

Η Επιτροπή στις Εαρινές Προβλέψεις αναθεώρησε προς τα «πάνω» τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για φέτος (στο 2,4% από 1,2% που ανέμενε τον Φεβρουάριο). Είναι μία επίδοση υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ (στο 1%) και η μόνη «σκιά» που υπάρχει είναι πως αναθεωρείται οριακά προς τα «κάτω» η πρόβλεψη για το ΑΕΠ του 2024 (στο 1,9% από 2% πριν).

Γενικότερα, οι προβλέψεις για την αναπτυξιακή δυναμική τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την ΕΕ, είναι αρκετά συντηρητικές. Μιλάνε για δυνητικό ΑΕΠ της τάξης του 1,2% το 2027. Μια πρώτη ανάγνωση για αυτή τη «συντηρητική» στάση είναι πως καθώς τότε το Ταμείο Ανάκαμψης ολοκληρώνεται,  τα σημαντικά αυτά κονδύλια της ΕΕ θα λείψουν από την αγορά (φτάνουν ετησίως στο 3,5% του ΑΕΠ στην περίπτωση της Ελλάδας). Έτσι, είναι λογικό να υπάρξει μία «καθίζηση» μεσοπρόθεσμα.

Υπάρχει όμως και μία άλλη άποψη, που διακινείται ειδικά ανάμεσα στα κράτη του «Νότου». Λέγεται πως μία συγκρατημένη πρόβλεψη για την ανάπτυξη ανά την ΕΕ «βολεύει» στο πλαίσιο του συμβιβασμού που επιχειρείται αναφορικά με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Ο λόγος είναι ο (υπό συζήτηση) νέος κανόνας των «καθαρών πρωτογενών δαπανών» που επιχειρείται να αντικαταστήσει αυτόν των πλεονασμάτων που ισχύει τώρα. Αν λοιπόν ένα κράτος έχει χαμηλή ανάπτυξη, μοιραία θα πρέπει – με βάση το νέο αυτό προτεινόμενο πλαίσιο - να συγκρατεί πιο πολύ τις δαπάνες του, γιατί θα υπάρχει «οροφή» στο πόσο θα μπορεί να ξοδέψει.

Υπάρχει όμως μία «παγίδα» εδώ. Αν ισχύσουν οι νέοι αυτοί κανόνες και εκτιμάται από τα όργανα της ΕΕ πως ένα κράτος έχει πιο χαμηλή ανάπτυξη από αυτή που τελικά επιτυγχάνει, τότε οι κανόνες θα το έχουν υποχρεώσει σε συγκράτηση δαπανών μεγαλύτερη από ότι απαιτούν τα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας. Δηλαδή, θα υποβάλλεται σε υπερβολική δημοσιονομική προσαρμογή, κάτι που θα ωφελήσει μεν το χρέος, αλλά όχι την αγορά, την κοινωνία,  τις επενδύσεις και εν τέλει την ίδια την ανάπτυξη.

Το αν θα υπάρχει κάποια «κάλυψη» για αυτή τη διαφαινόμενη «παγίδα», αν δηλαδή θα μπει κάποια ρήτρα που να δίνει το δικαίωμα στο εν λόγω κράτος αν υπάρχουν τέτοια «υπερκέρδη» αυτά να μοιράζονται, δεν είναι ούτε γνωστό, ούτε δεδομένο. Θα φανεί τους επόμενους μήνες αν θα προκύψει κάτι τέτοιο από τη διαπραγμάτευση με το «Βορρά».

Αν κάτι πάντως μας «διδάσκει» όλη αυτή η ιστορία της πολυετούς πλέον διαμάχης για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες είναι πως είναι καλύτερο να προφυλαχθούμε με δικές μας δυνάμεις από τις «παγίδες», πριν διαμορφωθούν όροι που δεν μας βολεύουν. Πρέπει η αναπτυξιακή δυναμική να γίνει φανερό πως θα είναι βιώσιμα υψηλή, κάτι που είναι και δύσκολο και απαιτεί πολλές παρεμβάσεις σε πολλούς τομείς: από τις επενδύσεις και από την αγορά εργασίας, έως την ποιότητα του δημοσίου και τη λειτουργία του ανταγωνισμού.

Η Κομισιόν πάντως αναμένει φέτος από την Ελλάδα μία πολύ μεγάλη προσαρμογή: Πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,9% του ΑΕΠ και στο 2,5% το 2024 με ρυθμό ανάπτυξης 2,4% και 1,9% αντίστοιχα. Που θα πάνε άραγε τα πλεονάσματα αν οι εκτιμήσεις για ανάπτυξη πολύ υψηλότερη και από το 3% αποδειχθούν ορθές;

TAGS: