Editorial

Γιατί είναι, απολύτως, αναγκαία η επενδυτική επέκταση

Οι νέες αυξήσεις συντάξεων που έχουν προεξοφληθεί και για το 2024 θα είναι εφικτές γιατί η ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης (από 1,8% σε 2,3% για φέτος) θεωρείται εφικτή με βάση τη δυναμική της οικονομίας.

Οι νέες αυξήσεις συντάξεων που έχουν προεξοφληθεί και για το 2024 θα είναι δυνατές γιατί η ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης (από 1,8% σε 2,3% για φέτος) θεωρείται εφικτή με βάση τη δυναμική της οικονομίας. Το ίδιο προφανώς ισχύει για την 3η άνοδο του κατώτατου μισθού που έρχεται ή για όποια ακολουθήσει, καθώς και για την προοπτική ανόδου γενικότερα των αμοιβών, των εισοδημάτων και της ευημερίας.  

Το ζήτημα είναι πως πλέον, σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και -κατά συνέπεια- πολιτικών περιορισμού της ζήτησης και της κατανάλωσης, ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη είναι οι επενδύσεις. Ευτυχώς, προς το παρόν, πάνε καλά. Πολύ καλά.

Η άνοδος των επενδύσεων ήταν πέρυσι διψήφια. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις σημείωσαν ρεκόρ πολλών ετών, ενώ το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων επανήλθε σε επίπεδα που δεν ήταν ορατά, ακόμη και πριν έρθουν τα μνημόνια.

Και φέτος, οι επενδυτικές προοπτικές είναι πολύ καλές. Ίσως μάλιστα οι επιδόσεις να είναι ακόμη πιο εντυπωσιακές το 2023, αφού τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης φέτος θα οδεύσουν πλήρως προς την αγορά με δεκάδες διαγωνισμούς σε εξέλιξη, αλλά και το νέο ΕΣΠΑ ξεκινά με πρωτόγνωρα γοργούς ρυθμούς. Και τα δύο αυτά οχήματα κονδυλίων της ΕΕ θα δώσουν μία πολύ μεγάλη ορμή. Μαζί βεβαίως με τα ξένα κεφάλαια που έρχονται στην Ελλάδα, αλλά και με άλλες κινήσεις που δρομολογούνται, για παράδειγμα στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων.

Ωστόσο, υπάρχει πολύ κρίσιμο ένα σημείο εδώ: όταν γενικότερα η βάση εκκίνησης είναι χαμηλή και «λεφτά υπάρχουν», τότε η άνοδος ναι μεν θέλει προσπάθεια, αλλά είναι πιο εύκολη. Το θέμα είναι πως αυτή η άνοδος θα είναι διατηρήσιμη στη συνέχεια. Ειδικά αν όντως το 2026 ολοκληρωθούν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και αν τα δημοσιονομικά περιθώρια για κρατικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις παραμείνουν πεπερασμένα όπως δείχνει η σημερινή άκαμπτη στάση του «Βορρά» της ΕΕ.

Απαιτείται λοιπόν συστηματική δουλειά  σε πολλά επίπεδα για να μπορέσει να γίνει αυτό άλμα. Δηλαδή για να γίνει εφικτό οι επενδύσεις να μην είναι μόνο κρατικά-κοινοτικά προωθούμενες (όπως τώρα), αλλά για να δημιουργηθεί, σιγά σιγά, μία διαφορετική κουλτούρα και δυναμική εντός του ιδιωτικού τομέα. Είναι ίσως κάτι που «τεστάρεται» αυτήν την περίοδο μέσα από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης που «δίνουν» λιγότερα και άρα στοχεύουν σε όσους θέλουν πράγματι να επενδύσουν με ανταγωνιστικούς όρους.

Βεβαίως τούτο απαιτεί πολλά. Πρώτα απ όλα απαιτεί τη βέλτιστη αξιοποίηση των κονδυλίων που «μοιράζει» η ΕΕ, κάτι που από μόνο του είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα. Επιπλέον, απαιτούνται δομικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η επενδυτική πολιτική, παρεμβάσεις για την διευκόλυνση των ιδιωτικών πρωτοβουλιών, αλλά και τραπεζική χρηματοδότηση. Και γενικότερα ένα θετικό επενδυτικό περιβάλλον.

Να σκεφτούμε μόνο πως με τη σημερινή δυναμική, ακόμη και ο ελληνικός νέος πολυετής Προϋπολογισμός βασίζεται σε ρυθμό ονομαστικής ανάπτυξης (μαζί με τον πληθωρισμό) κοντά στο 7% φέτος, αλλά επιβραδυνόμενο προς το 3% το 2027 (όταν δηλαδή θα τελειώσει το Tαμείο Aνάκαμψης και άρα θα μειωθεί και πάλι σε αξία το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων).

Σήμερα λοιπόν είμαστε καλά. Αλλά η συνολική, ολιστική, επενδυτική επέκταση είναι απολύτως αναγκαία για να διαφυλάξουμε και το μέλλον.