Editorial

Οι αγράμματοι μαθητές και η αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος

Το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Είναι δυστυχώς διαχρονικό. Μόνο που όσο πάει, χειροτερεύει, και μάλιστα ταχύτατα.

Το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Είναι δυστυχώς διαχρονικό. Μόνο που όσο πάει, χειροτερεύει, και μάλιστα ταχύτατα. Τα ελληνόπουλα μπήκαν στην πανδημία και στο καθεστώς τηλεκπαίδευσης με πολύ μεγάλα «κενά». Ήταν τόσο μεγάλα που στα τεστ που έγιναν σε 15άχρονα, τα 3 στα 10 δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε βασικές δεξιότητες ανάγνωσης ή θετικών επιστημών και τα 4 στα 10 δεν ήταν σε θέση να κάνουν βασικές - για την ηλικία τους - μαθηματικές πράξεις. Ή να κατανοήσουν επαρκώς ένα κείμενο. Η αντίστοιχη αναλογία ανά τη Ευρώπη, σύμφωνα με νέα έκθεση της Κομισιόν που αποτελεί κόλαφο για την ελληνική εκπαίδευση είναι - ατυχώς για εμάς- πολύ χαμηλότερη.

Η κατάσταση μάλιστα στην Ελλάδα την τελευταία 10ετία χειροτέρευσε δραστικά. Τούτο έγινε και λόγω των μεγάλων περικοπών στις δαπάνες παιδείας που έφταναν τα χρόνια των μνημονίων ουσιαστικά μόνο για μισθούς δασκάλων και καθηγητών.

Ακόμη και σήμερα οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση παραμένουν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ ως ποσοστό τόσο του ΑΕΠ (στο 4% έναντι 4,7% μέσου όρου). Μάλιστα ως αναλογία του συνόλου των γενικών κρατικών δαπανών είναι οι δεύτερες πιο μικρές μετά την Ιταλία: Στο 8,3%, έναντι 10% ανά την ΕΕ. Δαπάνες που πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά για να καλυφθεί το χάσμα.

Με τις μεταρρυθμίσεις που και πάλι γίνονται στο ελληνικό σύστημα Παιδείας, αλλά και με τα λεφτά που θα έρθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης καλό θα είναι να δοθεί λοιπόν μία μάχη. Για να ξεριζωθούν όλα όσα κάνουν την Ελλάδα μία χώρα «αγράμματων» παιδιών.

Ωστόσο, πριν από τη μάχη αυτή, θα πρέπει να γίνει ένας απολογισμός. Πρέπει να δούμε και τί έγινε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και τι νέες ανάγκες και «κενά» προκλήθηκαν. Για να μην μεγαλώσει και άλλο το πρόβλημα, αλλά και για να γίνουν εγκαίρως οι σωστές παρεμβάσεις.

Η παιδεία είναι καταλυτικός παράγοντας για το μέλλον μίας χώρας. Γι' αυτό και πρέπει να γίνει απόλυτη προτεραιότητα μία πολιτική που θα βοηθήσει μαθησιακά τους σημερινούς εφήβους αλλά και που θα προετοιμάσει πολύ καλύτερα την επόμενη γενιά μαθητών. Όχι με αυταρχικό και απόλυτο τρόπο με βάση τα «πιστεύω» και τις προσωπικές εμμονές του εκάστοτε υπουργού Παιδείας που θέλει μέσα από αβέβαιης αποτελεσματικότητας μεταρρυθμίσεις να αφήσει προσωπικό στίγμα. Αλήθεια θυμάται κανείς πόσες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές έχουν γίνει επί δεκαετίες; Και να που φτάσαμε. Η έννοια μεταρρύθμιση πρέπει να εξυπηρετεί την πρόοδο αλλά μέσα από ζύμωση, συναίνεση και διάλογο με τους αρμόδιους φορείς. Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχει περιθώριο για λάθη. Για το καλό του συνόλου της κοινωνίας που οφείλει να γίνει ανταγωνιστικότερη και να προοδεύσει αν θέλει να επιβιώσει.