Editorial

H πολύ λεπτή ισορροπία παροχών και πλεονασμάτων

Η κυβέρνηση λαμβάνει όλο και πιο έντονες πιέσεις από τους εκπροσώπους της αγοράς και από τους καταναλωτές. Το αίτημα για επαρκή στήριξη από την πανδημία και από την ακρίβεια πρέπει προφανώς να «ακουστεί» κατά την οριστικοποίηση του πακέτου της ΔΕΘ.

Η κυβέρνηση λαμβάνει όλο και πιο έντονες πιέσεις από τους εκπροσώπους της αγοράς και από τους καταναλωτές. Το αίτημα για επαρκή στήριξη από την πανδημία και από την ακρίβεια πρέπει προφανώς να «ακουστεί» κατά την οριστικοποίηση του πακέτου της ΔΕΘ.

Οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης για ολοκλήρωση του οδικού χάρτη μείωσης των εισφορών και των φόρων - που εξήγγειλε προεκλογικά - πρέπει πλέον να προσδιοριστούν και χρονικά, αφού ο εκλογικός χρόνος από τη στιγμή που υπερέβη η κυβέρνηση τη μισή θητεία, αρχίζει πλέον να μετρά αντίστροφα. Αλλά και η ανάγκη να καλυφθεί η χώρα από την λαίλαπα ανατιμήσεων είναι επίσης επιτακτική.

Δεν πρέπει όμως να υποτιμηθεί και μία άλλη ανάγκη: να τηρηθεί η πολύ λεπτή και κρίσιμη ισορροπία ανάμεσα στην στήριξη της οικονομίας και στην διασφάλιση της επόμενης ημέρας, η οποία θα συνοδεύεται από πλεονάσματα και μάλιστα υψηλά, ότι και αν αποφασισθεί στα κέντρα εξουσίας της ΕΕ.

Οι παρεμβάσεις στήριξης που θα ανακοινωθούν για τα επόμενα χρόνια, πρέπει να έτσι δομημένες ώστε να στηρίξουν την οικονομία και την κοινωνία, αλλά να μην επιβαρύνουν τα κρατικά ταμεία πιο πολύ από ότι πρέπει. Πιο πολύ από ό,τι αντέχουν.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμη και το (κοντινό πια χρονικά) 2022 παραμένει αχαρτογράφητη περιοχή. Δεν είναι σαφές ούτε πως θα κινείται τον επόμενο χρόνο η οικονομία - και κατά συνέπεια πόσο θα τροφοδοτούνται με έσοδα τα κρατικά ταμεία-  αλλά ούτε το πως θα εφαρμοσθεί και πότε θα λήξει η δημοσιονομική ευελιξία που σήμερα ισχύει. Δηλαδή δεν ξέρουμε αυτή τη στιγμή ούτε πότε ούτε πόσο θα «σφίξει» το ζωνάρι.

Αυτό που είναι δεδομένο είναι πως πλεονάσματα θα απαιτηθούν και για τη χώρα με το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ, ότι και αν αποφασισθεί, θα είναι υψηλά. «Θαύματα» στη δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ δεν δίνονται...

Η πολιτική μείωσης φόρων και εισφορών για το 2022 και για τα επόμενα χρόνια που θα ξεδιπλωθεί στη ΔΕΘ πρέπει λοιπόν να τα λάβει όλα υπόψη. Γιατί απευθύνεται στο «εγχώριο» ακροατήριο, αλλά και στο «εξωτερικό». Δηλαδή σε θεσμούς και αγορές.

Επίσης πρέπει να γίνει σαφές πως για να χωρέσουν όσο πιο πολλές παρεμβάσεις ελάφρυνσης γίνεται, ο μόνος «υγιής» τρόπος είναι οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις που θα τονώσουν το ΑΕΠ. Που θα δώσουν δηλαδή πιο μεγάλο περιθώριο παροχών, χωρίς να κινδυνεύει η ευστάθεια της οικονομίας.

Άλλωστε το ΑΕΠ είναι αυτό που και φέτος τροφοδότησε πιο πολύ το «καλάθι» της ΔΕΘ. Η μεγαλύτερη από την αναμενόμενη άνοδος του το 2ο τρίμηνο και η προσδοκία για πιο ισχυρή ανάπτυξη στο σύνολο του έτους φαίνεται πως δίνει κάποια παραπάνω δημοσιονομικά περιθώρια. Περιθώρια για παρεμβάσεις στήριξης που θα εφαρμοσθούν άμεσα και θα χρηματοδοτηθούν από αυτό το επιπλέον «μέρισμα» του 2021.

Να θυμίσουμε πως η χώρα φέτος θα έχει έλλειμμα και μάλιστα υψηλό. Όμως λόγω της πανδημίας το έλλειμμα αυτό μπορεί πιο «εύκολα» να αυξηθεί και να αιτιολογηθεί, δίχως συνέπειες για την «εικόνα» της χώρας. Και τούτο αφού η πανδημία και η ακρίβεια δικαιολογούν πλήρως τις παρεμβάσεις στήριξης.

Αλλά το έλλειμμα αυξάνει το χρέος που πρέπει να απομειωθεί στη... συνέχεια. Από του χρόνου λοιπόν αρχίζουν τα... δύσκολα.

Το «καλάθι» λοιπόν της φετινής ΔΕΘ οφείλει να ορίσει την ισορροπία ανάμεσα στην τόνωση της οικονομίας και στη δημοσιονομική ευστάθεια ώστε η χώρα να οδηγηθεί με τον ασφαλέστερο τρόπο και με όχημα την ανάπτυξη στην «επόμενη ημέρα». Και να μην... παρασυρθεί από την ανάγκη χαϊδέματος αυτιών. Κάθε άλλη επιλογή θα βρεθεί αργά ή γρήγορα απέναντι στην πραγματικότητα..