«Άμυνες» για όσα επιφυλάσσουν οι επόμενοι μήνες καλείται να αναπτύξει σύσσωμος ο κλάδος της εστίασης, με τους επιχειρηματίες του χώρου να μετρούν πληγές από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία.
Και μπορεί η πρόσφατη εορταστική περίοδος να αποδείχθηκε ικανοποιητική για τα καταστήματα εστίασης, όπως επιβεβαιώνει μεγάλη μερίδα παραγόντων της αγοράς, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι προκλήσεις έχουν εξαλειφθεί. Αντίθετα, αρκετά «αγκάθια» είναι ακόμη εδώ και απειλούν με νέους… κραδασμούς τον κλάδο.
«Καίει» την εστίαση η ενέργεια
Η θηλιά του ενεργειακού κόστους που γονάτισε τους επιχειρηματίες της εστίασης το περασμένο διάστημα εξακολουθεί, παρά την αποκλιμάκωση των τιμών, να αποτελεί τον άγνωστο Χ σε μια κρίσιμη εξίσωση.
Αποκαλυπτικά είναι μάλιστα τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ , σύμφωνα με τα οποία, μια μικρομεσαία επιχείρηση εστίασης πλήρωσε για ρεύμα, κατά μέσο όρο, περίπου 9.000 ευρώ το 2021, 14.000 ευρώ το 2022 και 17.500 ευρώ το 2023. Σε ό,τι αφορά το μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, παρατηρείται μία σημαντική αύξηση της τάξης του 55% το 2022 σε σχέση με το 2021 και επιπλέον 25% στους πρώτους έξι μήνες του 2023, σε σχέση με το 2022.
Ως αποτέλεσμα, ένα σημαντικό μέρος των επιχειρήσεων του κλάδου αδυνατεί να πληρώσει τακτικά τους λογαριασμούς ενέργειας. Το 22% έχει πολλά χρέη, το 25% δεν πληρώνει τακτικά, το 47% πληρώνει μόνο συχνά τακτικά και μόνο το 21% πληρώνει πάντα τακτικά. Ταυτόχρονα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δυσκολεύεται να πληρώσει τον λογαριασμό της ενέργειας όλο και μεγαλώνει: μόνο το 17% δηλώνει ότι δεν τους πληρώνει λιγότερο τακτικά, το 59% ότι τους πληρώνει λίγο λιγότερο τακτικά, το 10% πολύ λιγότερο τακτικά και το 14% πάρα πολύ λιγότερο τακτικά.
«Ζαλίζουν» οι τιμές των πρώτων υλών
Σε αντίθεση, ωστόσο, με τις τιμές της ενέργειας που βρίσκονται σε τροχιά αποκλιμάκωσης, οι τιμές των πρώτων υλών εξακολουθούν να αποτελούν ένα μεγάλο «αγκάθι» για τον κλάδο της εστίασης.
Οι τιμές για βασικές πρώτες ύλες ενός εστιατορίου, όπως το ελαιόλαδο και τα λαχανικά βρίσκονται στα ύψη, απειλώντας να τινάξουν στον αέρα τους προϋπολογισμούς των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ελαιόλαδο αναδεικνύεται σε… πρωταθλητή ακρίβειας, με την τιμή του να καταγράφει άλμα 58,5% μέσα σε έναν χρόνο. Διψήφιες ανατιμήσεις παρουσίασαν και τα φρούτα (15%) και τα λαχανικά (14%), μαζί με το μεταλλικό νερό, τα αναψυκτικά και τους χυμούς φρούτων (12,6%). Και όλα αυτά ενώ ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2023 «έτρεξε» με ρυθμό 3,5%, μετά από άνοδο 3% τον Νοέμβριο.
«Στο ελαιόλαδο είναι πολύ αυξημένη η τιμή παραγωγού γεγονός που αυξάνει την τιμή και στο ράφι. Η τιμή παραγωγή ξεπερνάει πολλές φορές τα 9 ευρώ», δήλωνε πρόσφατα ο υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας, στο πλαίσιο ανακοίνωσης της νέας δέσμης μέτρων για την καταπολέμηση της ακρίβειας.
«Το ελαιόλαδο αποτελεί βασική πρώτη ύλη για εμάς και η τιμή του έχει τριπλασιαστεί από το 2021 μέχρι σήμερα», εξηγούσε στο insider.gr ο πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της PotPan, Ιωάννης Τουτζιαρίδης. Η PotPan Foodservice δραστηριοποιείται στον κλάδο του βιομηχανικού catering και αποτελεί μια πρότυπη μονάδα παραγωγής ετοίμων γευμάτων που ιδρύθηκε το 2001 από τον Ιωάννη Τουτζιαρίδη.
Αναζητούν εναγωνίως… προσωπικό
Ένας ακόμη «βραχνάς» για τον κλάδο της εστίασης είναι και η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, με τους επιχειρηματίες να μετρούν μεγάλα κενά σε όλα τα πόστα των επιχειρήσεών τους και τα καταστήματα να θεωρούνται ήδη υποστελεχωμένα.
Το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού αποτελεί μεγάλο «πονοκέφαλο» για τον κλάδο της εστίασης τα τελευταία χρόνια, ιδίως όσο ενισχύεται το τουριστικό ρεύμα και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να καλύψουν τις θέσεις εργασίας που χρειάζονται για να ικανοποιήσουν τις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες που προκύπτουν από την «έκρηξη» του τουρισμού.
Όπως δήλωνε στους δημοσιογράφους στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του δημοφιλούς pizza delivery brand l’ artigiano, Χρήστος Βιτσικάνος, το εργασιακό μοιάζει με έναν πραγματικό εφιάλτη. «Υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις προσωπικού. Λείπουν μάγειρες, ακόμη και διοικητικό προσωπικό. Το πιο δύσκολο κομμάτι όμως είναι να βρεις διανομείς. Έχουν γίνει είδος προς εξαφάνιση. Από τότε με την πανδημία που μπήκαν οι πλατφόρμες στη ζωή μας, έχουμε χάσει περί τους 10.000 ντελιβεράδες» υπογράμμιζε. «Βάζεις αγγελία, έρχονται 100 βιογραφικά, κλείνεις τηλεφωνικά δέκα ραντεβού και τελικά δεν έρχεται κανένας…», σχολίαζε χαρακτηριστικά ο κ. Βιτσικάνος. Αποκάλυψε δε ότι ο όμιλος έχει δημιουργήσει ειδικό τμήμα ανθρώπινου δυναμικού προκειμένου να διαχειριστεί το πρόβλημα.
Ανάλογο κώδωνα κινδύνου έχουν κρούσει τον τελευταίο χρόνο κι άλλοι παράγοντες της αγοράς, όπως ο επικεφαλής του ομίλου Βενέτη, Παναγιώτης Μονεμβασιώτης, ο ιδρυτής του ομίλου Καστελόριζο Αντώνης Σταύρου, καθώς και η Simona Mancinelli, Managing Director της Premier Capital Ελλάς, της εταιρείας που διαχειρίζεται τα εστιατόρια McDonald's στην Ελλάδα.
Το… αλαλούμ με τον ΦΠΑ για τα μη αλκοολούχα
Ωστόσο, νέο πεδίο έντονης ανησυχίας για τον κλάδο της εστίασης αποτέλεσε από τις αρχές του έτους και ο ΦΠΑ στα μη αλκοολούχα ποτά. Και αυτό γιατί από την 1η Ιανουαρίου 2024, η διάθεση μη αλκοολούχων ποτών, χυμών και ροφημάτων στην εστίαση υπάγεται σε δύο διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ 24% και 13% ανάλογα με το αν προορίζονται για επιτόπια κατανάλωση, πράξη η οποία χαρακτηρίζεται ως παροχή υπηρεσίας εστιατορίου και εστίασης ή αν προορίζονται να παραδοθούν σε «πακέτο». Οι επιτόπιες καταναλώσεις υπάγονται στον συντελεστή ΦΠΑ 24% ενώ η παράδοση σε «πακέτο» στον συντελεστή 13%. Κατ' εξαίρεση, η διάθεση καφέ, κακάο, τσαγιού, χαμομηλιού και λοιπών αφεψημάτων εξακολουθεί να υπάγεται σε μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ 13% μέχρι 30 Ιουνίου 2024, ανεξάρτητα εάν αυτά καταναλώνονται επιτοπίως ή παραδίδονται σε «πακέτο». Επίσης το νερό, φυσικό ή τεχνητό μεταλλικό, αεριούχο ή μη, χωρίς προσθήκη ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών υπάγεται στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ 13% είτε παραδίδεται σε «πακέτο» είτε διατίθεται για άμεση επιτόπια κατανάλωση.
«Κόβουν» τις δαπάνες για εξόδους οι καταναλωτές
Μπροστά στο επίμονο άλλωστε κύμα ακρίβειας, η μείωση της κατανάλωσης είναι κάτι περισσότερο από ορατή. Όπως προκύπτει από την έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2023, σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά (ήτοι ποσοστό 49,6%) περιόρισε τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ).
Από την άλλη μεριά καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησε τις δαπάνες του για την κάλυψη βασικών αναγκών. Συγκεκριμένα, το 73,6% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για είδη διατροφής, το 71,5% για λογαριασμούς σπιτιού, το 57,2% για θέρμανση, το 49,4% για μετακινήσεις και το 45,2% για υγεία και φάρμακα.