ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

Όταν οι κοινές αμυντικές δαπάνες προηγούνται της κοινής αμυντικής πολιτικής

Η συζήτηση περί εμβάθυνσης της ΕΕ αποτελεί την δυσκολότερη διαδικασία διαπραγμάτευσης στην οποία -αναπόφευκτα τα τελευταία χρόνια- καλούνται να συμμετάσχουν τα κράτη μέλη. Εντάσσεται έμμεσα -και εύλογα- στο πλαίσιο της διεύρυνσης της Ένωσης και του τρόπου λήψης αποφάσεων. Και τα βασικότερα αγκάθια στο δρόμο προς μία συμφωνία παραμένουν -επίσης εύλογα- η κοινή εξωτερική και κατ’ επέκταση η κοινή αμυντική πολιτική. 

Για λόγους οικονομίας, ας ξεκαθαρίσουμε ότι η παραδοσιακή ελληνική θέση απέναντι σε θέματα σημαντικής εμβάθυνσης της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της επακόλουθης αλλαγής του τρόπου λήψης αποφάσεων είναι επί της αρχής αρνητική. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί στρατηγικό εθνικό συμφέρον για τη χώρα να εντάσσεται στον πυρήνα των κύκλων εμβάθυνσης της ΕΕ. Ο ισχυρισμός π.χ. ότι «τα σύνορα της Ελλάδας είναι και ευρωπαϊκά σύνορα» βρίσκεται στον πυρήνα των εθνικών επιχειρημάτων μας. Αναπόφευκτα, λοιπόν, σύντομα θα κληθούμε να διαχειριστούμε μία σειρά θεμάτων που απαιτούν εξαιρετικά δύσκολη –έως αδύνατη- εξισορρόπηση.

Την προηγούμενη Τρίτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα μία σειρά προτεινόμενων μέτρων που αφορούν στη θέσπιση κοινής στρατηγικής αμυντικής βιομηχανίας ανάμεσα στα κράτη μέλη. Στόχος της είναι έως το 2030 να κράτη μέλη να προμηθεύονται το 40% του αμυντικού τους εξοπλισμού από κοινού. Οι λόγοι που οδηγήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση εσπευσμένα είναι δύο: η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το status του συνεχιζόμενου πολέμου και η προοπτική μιας δεύτερης θητείας Τραμπ στις ΗΠΑ. 

Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος που προσεγγίζουν τα κράτη μέλη τις δύο προκλήσεις δεν είναι ο ίδιος. Υπάρχουν διαφορές ακόμα και στο βασικό πυλώνα της ΕΕ, τον γαλλογερμανικό άξονα. Η επιθετικότερη στάση π.χ. του προέδρου Μακρόν στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία διαφέρει σημαντικά από την (επίσης αντιρωσική) στάση του Καγκελάριου Σολτς. Ακόμη και με όρους κοινής στρατηγικής αμυντικών δαπανών, αυτό σημαίνει ότι η μερική έστω ευθυγράμμιση των αμυντικών πολιτικών είναι απαραίτητη προκειμένου να δοθεί το κατάλληλο μήνυμα στη Ρωσία. 

Επιπρόσθετα, ούτε οι συνολικές ανάγκες των κρατών μελών δεν είναι οι ίδιες. Το 2022 η Ελλάδα δαπάνησε σε εξοπλισμούς το 3.9% του ΑΕΠ της. Η Ιρλανδία το 0,2%. Το 2023 η εικόνα διαφοροποιήθηκε, με τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ να επιχειρούν να πετύχουν το όριο του 2%. Συνολικά, η ΕΕ δαπανά κατά μέσο όρο για την άμυνά της το 1,5% του ΑΕΠ της. Οι ΗΠΑ το 3%. Το βασικό κριτήριο αναφορικά με τις χρηματοδοτικές ανάγκες είναι ξεκάθαρα γεωγραφικό. Η χώρες στα ανατολικότερα της Ένωσης, εμφανίζουν μεγαλύτερες ανάγκες. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα θα μπορούσε να ωφεληθεί από την εφαρμογή μίας τέτοιας πολιτικής.

Πώς θα χρηματοδοτηθεί η κοινή στρατηγική;

Η πρόσθετη χρηματοδότηση της πολιτικής που πρότεινε η Επιτροπή για τα δύο τελευταία χρόνια του τρέχοντος προϋπολογισμού της ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ. Επιπλέον κονδύλια μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων καθώς και ενδεχόμενη περιορισμένη ανακατεύθυνση κονδυλίων συνοχής δε δίνουν αποτελεσματική απάντηση στις πραγματικές ανάγκες. Η πρόταση για δημιουργία κλειστού φακέλου στον επόμενο προϋπολογισμό (MFF 2028-2034) απαιτεί χρόνο και συνδέεται με την ουσιαστική πρόθεση των net contributors να αυξήσουν τη συμμετοχή τους. Και η δημιουργία ξεχωριστού εργαλείου χρηματοδότησης -αν και είναι στο τραπέζι- δεν συμπεριλήφθηκε στην πρόταση που ανακοινώθηκε.

Είναι συνεπώς προφανές ότι η πρόταση της Επιτροπής είναι αναγκαία με βάση τις απαιτήσεις χρηματοδότησης των άμεσων στόχων της ΕΕ, όχι όμως και ικανή με βάση την πρόθεση της Επιτροπής να ενισχύσει στρατηγικά την παγκόσμια συμμετοχή της Ένωσης σε επίπεδο παραγωγής και προμήθειας εξοπλισμών.

Τέλος, για την Ελλάδα -και όχι μόνο- το ζήτημα έχει και ευρύτερες προεκτάσεις. Αν οι κοινές προμήθειες προέρχονται από μέλη της ΕΕ ή τις ΗΠΑ, αυτό αποτελεί συνήθη πρακτική. Αν όμως προέρχεται από τρίτες χώρες, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πιθανότητα χρηματοδότησης κρατών (ή εταιρειών) με συμφέροντα αντίθετα στα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Η πρόταση της Επιτροπής αναφέρεται σε προμήθειες από «like-minded» χώρες. Προφανώς σε τέτοιες περιπτώσεις, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Οι οποίες πλέον περνούν στο τραπέζι διαλόγου των κρατών-μελών που καλούνται να τοποθετηθούν στην πρόταση της Επιτροπής. Έπεται και συνέχεια, λοιπόν.

TAGS: