Πολιτική | Διεθνή

Η διπλωματία -και η στρατηγική ασάφεια- μπορούν να αποτρέψουν μια κρίση στην Ουκρανία

Newsroom

Οι τρέχουσες εξελίξεις με τη συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα ουκρανικά σύνορα, αποτελούν το νέο γεωπολιτικό «σταυρόλεξο». Τακτικός ελιγμός του Ρώσου προέδρου για να ανακατέψει την τράπουλα, απόπειρα να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τον Αμερικανό ομόλογό του Τζο Μπάιντεν ή πραγματικός κίνδυνος μιας ένοπλης σύγκρουσής μεταξύ των δύο κρατών με απρόβλεπτες συνέπειες; Με δεδομένη την «ασάφεια» που εκπέμπει η Μόσχα, η Angela Stent σε άρθρο της στο Foreigner Affairs θεωρεί ότι η Δύση και κυρίως ο πρόεδρος Μπάιντεν πρέπει να «πληρώσουν» τον Βλάντιμιρ Πούτιν με το ίδιο «νόμισμα»: Να τον κρατήσουν στο σκοτάδι αναφορικά με τις αντιδράσεις τους σε μια περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Παράλληλα όμως θεωρεί ότι είναι επιβεβλημένη η αμερικανική ανάμιξη σε μια νέα διαπραγμάτευση επίλυση της κρίσης, υπό τη μορφή μιας αναθεωρημένης συνθήκης του Μινσκ.   Όπως αναφέρει το άρθρο:

«Το 2008, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, στην οποία τα κράτη - μέλη επέλεξαν να μην καλέσουν την Ουκρανία να συμμετάσχει στη συμμαχία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν μοιράστηκε μια ειλικρινή στιγμή με τον ομόλογό του των ΗΠΑ, Πρόεδρο Τζορτζ Μπους. "Τζορτζ", είπε ο Πούτιν, "πρέπει να καταλάβεις ότι η Ουκρανία δεν είναι καν χώρα. Μέρος της επικράτειάς της βρίσκεται στην Ανατολική Ευρώπη και το μεγαλύτερο μέρος της δόθηκε σε εμάς". Τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, ο Πούτιν ανέπτυξε εκτενώς αυτό το θέμα σε μια μακρά πραγματεία με τίτλο: "Σχετικά με την ιστορική ενότητα των Ρώσων και των Ουκρανών", στην οποία επέμενε στην πολιτιστική και θρησκευτική ενότητα Ρώσων και Ουκρανών και κατηγόρησε τη Δύση ότι προσπάθησε να απομακρύνει την Ουκρανία από τη Ρωσία. Το κεντρικό σημείο που εστίασε ο Πούτιν ήταν: "Είμαστε ένας λαός".

Αυτή η πεποίθηση οδήγησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014- μια πεποίθηση που εμφανίστηκε ξανά με τη μεγάλη συσσώρευση στρατιωτικών δυνάμεων της Ρωσίας στα σύνορα με τον γείτονά της. Αυτή η στρατιωτική κινητοποίηση οδηγεί σε συναγερμό ότι επίκειται εισβολή.  Έχει επίσης οδηγήσει σε μια επείγουσα συζήτηση σχετικά με τις προθέσεις της Ρωσίας. Τι αναμένει πραγματικά να επιτύχει η Ρωσία συγκεντρώνοντας στρατεύματα; Πιστεύει ότι μπορεί να ωθήσει την Ουκρανία να εγκαταστήσει μια φιλορωσική κυβέρνηση μετά από επτά χρόνια στρατιωτικών εχθροπραξιών στην ανατολική Ουκρανία ή επιδιώκει άλλους στόχους; 

Οι ανεξιχνίαστες προθέσεις του Κρεμλίνου μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ο πραγματικός σκοπός της Μόσχας. Οι Ρώσοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσπάθησαν εδώ και καιρό να καλύψουν τα κίνητρά τους, κρατώντας τους αντιπάλους στο σκοτάδι, με τους αντιπάλους της Ρωσίας να προσπαθούν να μαντεύουν σε αυτό το παιχνίδι στρατηγικής ασάφειας. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πιο προβλέψιμες στην προσέγγισή τους στην κρίση στην Ουκρανία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα έκανε καλά να αλλάξει τη στρατηγική της και να κάνει τη Μόσχα να αναρωτιέται —και να ανησυχεί— για τις δυνατότητες και τα σχέδια της Ουάσιγκτον. Μόνο τότε μπορεί μια αναζωογονημένη διπλωματική διαδικασία -που θέτει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο τραπέζι- να λειτουργήσει για να αποτρέψει τη Ρωσία από το να πιέσει χρησιμοποιώντας ως «μοχλό» το πλεονέκτημά της στην Ουκρανία. 

Στο μυαλό του Πούτιν η ανατροπή της διάλυσης της ΕΣΣΔ είναι εφικτή 

Η συγκέντρωση περίπου 90.000 Ρώσων στρατιωτών κατά μήκος των συνόρων Ρωσίας-Ουκρανίας έχει οδηγήσει σε φόβους για μια επερχόμενη ρωσική στρατιωτική επίθεση στην Ουκρανία, η οποία θα μπορούσε να είναι άμεση ή να λάβει χώρα μέσα στους επόμενους μήνες. Πράγματι, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και εργάζεται ενεργά με τους Ευρωπαίους συμμάχους της για να αποτρέψει τη Ρωσία και να σχεδιάσει μια απάντηση σε μια πιθανή εισβολή, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος λογικός λόγος για τη ρωσική συγκέντρωση δυνάμεων.

Σίγουρα, αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για τη Ρωσία να αυξήσει τα διακυβεύματα στην Ουκρανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απασχολημένες στο εσωτερικό τους με την πανδημία του COVID-19 και με ένα πολωμένο και δυσλειτουργικό πολιτικό περιβάλλον. Παράλληλα, η κύρια εστίαση της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον έχει μετατοπιστεί στην Κίνα. Από την πλευρά της η Ευρώπη παλεύει με την πανδημία που έχει αναζωπυρωθεί στη «γηραιά ήπειρο». Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα αναλάβει καθήκοντα αυτή την εβδομάδα. Η Γαλλία έχει εμπλακεί στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές της και το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τις συνέπειες της αποχώρησής του από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μεταναστευτική κρίση κατά μήκος των συνόρων μεταξύ Λευκορωσίας και Πολωνίας έχει επίσης απομακρύνει το βλέμμα της ΕΕ από τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία.

Η Ρωσία από την πλευρά της δεν σταμάτησε ποτέ να εστιάζει προς τον γείτονα της. Πέρα από τον Πούτιν, μεγάλο μέρος του ρωσικού κοινού δυσκολεύτηκε να αποδεχθεί την Ουκρανία ως ανεξάρτητο κράτος μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Πούτιν βλέπει τον εαυτό του να ευθυγραμμίζεται με την παράδοση των Ρώσων και Σοβιετικών ηγετών που πίστευαν ότι ήταν αποστολή τους να «συγκεντρώσουν τα εδάφη»: Να ανακτήσουν το ρωσικό έδαφος που σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες είχε χαθεί από τον πόλεμο ή την κατάρρευση του κράτους. Ο Πούτιν συνεχίζει να αναθεωρεί το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Για αυτόν, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είναι μια συνεχής διαδικασία που δεν έχει τελειώσει — και μπορεί ακόμα να ανατραπεί. 

Όταν ανήλθε στην εξουσία πριν από 21 χρόνια, ο Πούτιν δεσμεύτηκε να επαναφέρει τη Ρωσία στον δικαιωματικό ρόλο της ως μεγάλης δύναμης. Στη συνέχεια υποστήριξε ότι η πιο επιθυμητή διεθνής τάξη σε έναν κόσμο με πολλούς πόλους ισχύος, είναι μια εκδοχή του 21ου αιώνα του συστήματος της Γιάλτας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο οποίο οι μεγάλες δυνάμεις χώρισαν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής και τα μικρότερα κράτη είχαν περιορισμένη κυριαρχία. Το Κρεμλίνο βλέπει την αμυντική του περίμετρο όχι στα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας αλλά μάλλον στα σύνορα του μετασοβιετικού χώρου. Ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας για τη Ρωσία οι μικρότεροι γείτονές της να εγκαταλείψουν κάθε ιδέα ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ο Πούτιν προσπάθησε να κάνει τις δυτικές χώρες να αναγνωρίσουν την άποψη του Κρεμλίνου ότι οι γείτονες της Ρωσίας εμπίπτουν στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Αυτή η θέση περιλαμβάνει την Ουκρανία, μια χώρα που κατά την άποψη του Πούτιν διαδραματίζει βασικό ρόλο στην ενίσχυση ή δυνητικά θέτει σε κίνδυνο, την ασφάλεια του ρωσικού κράτους. 

Η πρόσφατη συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων κοντά στα ουκρανικά σύνορα έχει αυξήσει την πιθανότητα νέας εισβολής στην Ουκρανία, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει αυτό που ο Πούτιν επιδιώκει εδώ και καιρό: Μια νέα, φιλορωσική κυβέρνηση στο Κίεβο και την εγκατάλειψη των προσπαθειών της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το Κρεμλίνο μπορεί αρχικά να ήλπιζε ότι ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του δεσμευόμενος να επεξεργαστεί ένα modus vivendi με τη Μόσχα, θα ήταν πρόθυμος να συμβιβαστεί. Αλλά η Μόσχα τον βλέπει τώρα ως έναν ολοένα και πιο εχθρικό αντίπαλο. Ο Ζελένσκι έκλεισε τα φιλορωσικά μέσα ενημέρωσης και καταδίωξε τον Βίκτορ Μεντβεντσούκ, έναν εξέχοντα Ουκρανό ολιγάρχη που θεωρείται ότι είναι ο άνθρωπος του Πούτιν στην Ουκρανία. Πρόσφατα ο Ζελένσκι προειδοποίησε για ένα σχεδιαζόμενο πραξικόπημα εναντίον του με την υποστήριξη της Ρωσίας. Η ρωσική συγκέντρωση τεθωρακισμένων και στρατιωτικού προσωπικού στα σύνορα είναι μια ηχηρή υπενθύμιση ότι οι δύο χώρες παραμένουν στα πρόθυρα μιας σύγκρουσης, την ώρα που συνεχίζεται η εξέγερση που υποκινείται και υποστηρίζεται από τη Ρωσία στο ανατολικό Ντονμπάς. 

Με όπλο την ασάφεια 

Πιθανώς όλες αυτές οι κινήσεις της Ρωσίας να μην αποσκοπούν σε μια επιθετική κίνηση κατά της Ουκρανίας. Ίσως το Κρεμλίνο να χρησιμοποιεί όλη αυτή τη συγκέντρωση δυνάμεων ως μοχλό πίεσης για να αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να συζητήσουν για ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων. Όπως έκανε τον Μάρτιο όταν μια παρόμοια στρατιωτική συγκέντρωση δυνάμεων ώθησε τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να καλέσει τον Πούτιν στη σύνοδο κορυφής στη Γενεύη. Αυτή η συνάντηση επιβεβαίωσε τον ρόλο της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης: Το Κρεμλίνο κέρδισε μια σύνοδο κορυφής υψηλού επιπέδου, μια συμφωνία για τη συνέχιση των στρατηγικών συνομιλιών σταθερότητας και τη διμερή δέσμευση σε μια σειρά από διαφορετικά ζητήματα. Ο Μπάιντεν δήλωσε μάλιστα ότι η Ρωσία ήταν ένας «άξιος αντίπαλος». Τώρα γίνεται λόγος για μια άλλη αυτοπροσώπως συνάντηση κορυφής Μπάιντεν-Πούτιν, πιθανώς στις αρχές του επόμενου έτους. Και χάρη στις τρέχουσες εντάσεις για την Ουκρανία, ο Μπάιντεν και ο Πούτιν θα συναντηθούν μέσω τηλεδιάσκεψης σήμερα. 

Εκτός από το να αποσπάσει την προσοχή της Ουάσιγκτον, η συγκέντρωση δυνάμεων εξυπηρετεί και άλλους σκοπούς. Αυξάνει την πίεση στο Κίεβο σε μια εποχή που η δημοτικότητα του Ζελένσκι πέφτει. Αναστατώνει τους Ευρωπαίους γείτονες της Ουκρανίας και κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να μαντεύουν ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι της Ρωσίας. Αυτή η ασάφεια αυξάνει τον κίνδυνο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη να παρεξηγήσουν τις προθέσεις της Ρωσίας και να υπολογίσουν εσφαλμένα την απάντησή τους.

Ωστόσο, είναι δύσκολο να δούμε τι θα κέρδιζε απτά η Ρωσία αν διεξήγαγε μια στρατιωτική επίθεση. Η σύγκρουση στο Ντομπάς έχει αποκαταστήσει τον ουκρανικό πληθυσμό στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας (εξαιρείται το κυρίως ρωσόφωνο Ντομπάς) και βοήθησε στην εδραίωση μιας πιο ενοποιημένης ουκρανικής ταυτότητας. Ο ουκρανικός στρατός είναι σε καλύτερη κατάσταση από ότι ήταν το 2014, χάρη στη δυτική εκπαίδευση και στα δυτικά όπλα. Επιπλέον, ο ρωσικός πληθυσμός έχει μικρή όρεξη για έναν πόλεμο στον οποίο θα υπήρχαν σημαντικές απώλειες. Η σχετικά αναίμακτη κατάληψη της Κριμαίας υποστηρίχθηκε με ενθουσιασμό, αλλά η συνεχιζόμενη σύγκρουση στο Ντονμπάς —στην οποία έχουν ήδη σκοτωθεί 14.000 άνθρωποι και από τις δύο πλευρές— δεν είναι δημοφιλής στη Ρωσία. Δεν είναι σαφές ότι μια νέα στρατιωτική επίθεση θα ενίσχυε περαιτέρω την ισχύ του Πούτιν στο εσωτερικό της χώρας του.

Το Κρεμλίνο συνεχίζει τη συσκότιση αφήνοντας τον Δυτικό κόσμο να μαντεύει τις προθέσεις του, ακολουθώντας μια πολιτική στρατηγικής ασάφειας. Αυτό καθιστά δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη να γνωρίζουν πώς να απαντήσουν, αναστέλλοντας τις δράσεις τους. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμά της Μόσχας, προετοιμάζοντας μια σειρά επιλογών με τους Ευρωπαίους συμμάχους της—συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των εμπορικών και οικονομικών κυρώσεων και της ενίσχυσης της στρατιωτικής συνεργασίας με την Ουκρανία—αλλά πράττοντάς το μακριά από τη δημοσιότητα.

Το ζητούμενο εδώ είναι το Κρεμλίνο να μείνει στο σκοτάδι όσον αφορά την απάντηση της Ουάσιγκτον σε μια περίπτωση στρατιωτικής κλιμάκωσης. Στο παρελθόν οι προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ είχαν «κρεμάσει στα μανταλάκι» την πολιτική τους για την Ουκρανία. Για παράδειγμα το 2016, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα εξήγησε στο The Atlantic γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν απαντήσει πιο σθεναρά στη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας δύο χρόνια νωρίτερα. Είπε ότι η Ουκρανία είναι πιο σημαντική για τη Ρωσία από ότι για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει καμία υποχρέωση που να απορρέει από κάποια συνθήκη έναντι του Κίεβου και ότι η Ουκρανία είναι γείτονας της Ρωσίας και απέχει πολύ μακριά από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτές οι πραγματικότητες περιόρισαν τις επιλογές που είχε στη διάθεσή της η Ουάσιγκτον. Το Κρεμλίνο υποθέτει ότι αυτή παραμένει η άποψη των ΗΠΑ και ότι η χρήση ρωσικής στρατιωτικής δύναμης δεν θα αντιμετωπιστεί με παράλληλη Δυτική επίδειξη δύναμης.

Η Ουάσιγκτον βασίστηκε κυρίως σε έναν μόνο μηχανισμό για να πιέσει το Κρεμλίνο: τις κυρώσεις. Αυτές όμως αποδείχθηκαν μέτρα περιορισμένου αποτελέσματος. Οι κυρώσεις έχουν ένα σημαντικό οικονομικό κόστος για τη Ρωσία και για ορισμένους από τους ανθρώπους του στενού κύκλου του Πούτιν, αλλά δεν έχουν κάνει πολλά για να αλλάξουν τη ρωσική πολιτική έναντι της Ουκρανίας. Το Κογκρέσο πρότεινε νέες, αυστηρότερες κυρώσεις που στοχεύουν κορυφαίους Ρώσους αξιωματούχους, κρατικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ξένους που εμπλέκονται σε συναλλαγές που αφορούν ρωσικά κρατικά χρέη και ξένους που συμμετέχουν σε συναλλαγές στον εξορυκτικό τομέα της Ρωσίας. Αλλά αυτές οι κυρώσεις θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν άτομα και εταιρείες που δεν συνδέονται με τη Ρωσία ή τις κυρίαρχες ελίτ της, συμπεριλαμβανομένων των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ευρώπη με τους οποίους η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει να βελτιώσει τους δεσμούς. Επιπλέον, καθώς το Κρεμλίνο αναμένει ότι έρχονται περισσότερες κυρώσεις, μπορεί να έχει ήδη προετοιμαστεί για αυτές. 

Ανάγκη για ένα νέο «Μινσκ» με αμερικανική συμμετοχή 

Εν μέσω της αύξησης της έντασης, κυκλοφορούν συζητήσεις για πιθανές συμβιβαστικές λύσεις. Η τρέχουσα βάση για την επίλυση της ουκρανο-ρωσικής σύγκρουσης είναι η συμφωνία του Μινσκ ΙΙ του Φεβρουαρίου 2015, η οποία ήταν ουσιαστικά μια διευθέτηση υπέρ του νικητή που επιβλήθηκε σε μια αδύναμη Ουκρανία. Έκτοτε, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Ουκρανία έχουν επιφορτιστεί με την προώθηση της διαδικασίας. Η Ρωσία και η Ουκρανία διαφωνούν σχετικά με τη διαδικασία της συμφωνίας, η οποία προβλέπει την απόσυρση των φιλορωσικών στρατευμάτων από το Ντονμπάς και σε αντάλλαγμα η Ουκρανία να θεσπίσει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν μεγαλύτερη αυτονομία στις αυτοανακηρυχθείσες δημοκρατίες του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ, οι οποίες επί του παρόντος βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Ρωσίας, μέσω των φιλορωσικών παραστρατιωτικών δυνάμεων.   

Μέχρι στιγμής η διαδικασία του Μινσκ δεν έχει πετύχει και πολλά, πέρα ​​από την ανταλλαγή ορισμένων αιχμαλώτων. Η Ουκρανία δεν είναι πρόθυμη να μεταβιβάσει περισσότερη εξουσία στις κατεχόμενες περιοχές χωρίς η Ρωσία να αποσύρει πρώτα τα στρατεύματά της από το Ντονμπάς. Το Κίεβο διστάζει να παραχωρήσει ειδικό καθεστώς σε αυτές τις  περιφέρειες, επειδή αυτό θα μπορούσε να δώσει στη Ρωσία δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας. Δεν είναι επίσης σαφές ότι το Κρεμλίνο έχει πρόθεση να εκπληρώσει τη συμφωνία του Μινσκ όπως έχει διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή. Μάλιστα, πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι το Μινσκ έχει κλείσει τον κύκλο του. 

Μια πιθανή διέξοδος από αυτό το αδιέξοδο θα ήταν η επανεξέταση του Μινσκ και η αντικατάστασή του με μια νέα συνθήκη που θα περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διαδικασία ως πλήρη συμμετέχοντα. Η πρόσφατη συμπεριφορά της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της τρέχουσας κρίσης, δείχνει ότι το Κρεμλίνο θα ήθελε πραγματικά η κυβέρνηση Μπάιντεν- που έχει ως επίκεντρο της εξωτερικής της πολιτικής την Κίνα- να στρέψει περισσότερο την προσοχή της στη Ρωσία, όπως έκανε κατά τη σύνοδο κορυφής της Γενεύης. Το Κρεμλίνο, για παράδειγμα, πρότεινε την έναρξη συζητήσεων για ένα νέο ευρωατλαντικό σύστημα ασφάλειας και η συμμετοχή των ΗΠΑ σε μια επικαιροποιημένη συμφωνία του Μινσκ μπορεί να συμβάλει σε κάποιο βαθμό προς την εκπλήρωση αυτής της πρότασης. Σε μια τέτοια περίπτωση επανεκκίνησης της διαδικασίας, θα μπορούσε να υπάρξει συμμετοχή διεθνών ειρηνευτικών δυνάμεων στην περιοχή και να προκύψει μια σαφέστερη συμφωνία για την αλληλουχία των γεγονότων που θα οδηγήσουν στην αποκλιμάκωση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Επίσης θα διασφάλιζε μια πιο διαρκή εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή. 

Αναμφίβολα θα είναι χρονοβόρο να ξαναρχίσει η πολύ απαιτητική διαδικασία της διαπραγμάτευσης επίλυσης αυτής της κρίσης. Αλλά ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε οι Ευρωπαίοι εταίροι τους είναι διατεθειμένοι να παραδώσουν μόνιμα την Ουκρανία στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Και οι δύο θέλουν να αποτρέψουν τη Ρωσία από μια νέα στρατιωτική αντιπαράθεση. Η προοπτική της συνδιαλλαγής με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και με τις άλλες τρεις χώρες στη διαδικασία του Μινσκ, θα μπορούσε να αλλάξει τα πλάνα του Κρεμλίνου. Μπορεί επίσης να αλλάξει και την οπτική της Ουκρανίας. Εάν η επόμενη συμφωνία είναι εγγυημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, το Κίεβο θα μπορεί να αισθάνεται λιγότερο απειλούμενο από τη Ρωσία, να αποσυρθεί από ορισμένες από τις στρατιωτικές του δραστηριότητες και να ξανα-εμπλακεί σε διάλογο με το Κρεμλίνο.

Οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας ήταν πάντα ένα μείγμα συνεργασίας και αντιπαράθεσης. Η Ουάσιγκτον μπορεί να συνεχίσει να κοντράρει τις επιθετικές κινήσεις της Μόσχας που στρέφονται κατά της Ουκρανίας, ενώ παράλληλα να είναι έτοιμη να ξαναρχίσει τις διαπραγματεύσεις για μια πορεία προς την επίλυση του ζητήματος. Αυτή η δυναμική ώθησης και έλξης ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν η μία χώρα την άλλη- οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση- κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και παραμένει ένα πιθανό μοντέλο για τη σταθεροποίηση της τεταμένης σύγχρονης σχέσης ΗΠΑ-Ρωσίας. 

Φυσικά, εάν το Κρεμλίνο εισβάλει στην Ουκρανία, αυτό το μοντέλο δεν θα έχει καμία εφαρμογή. Αντίθετα, η ευρωατλαντική περιοχή θα ωθηθεί σε μια νέα, επικίνδυνη περίοδο αντιπαράθεσης. 

Επιμέλεια: Τέρρυ Μαυρίδης

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

TAGS: