Οι τράπεζες στην Ελλάδα απευθύνονται σε κατοίκους της Silicon Valley του 2030

Οι τράπεζες στην Ελλάδα από την εμφάνιση της πανδημίας μέχρι σήμερα έχουν επιδοθεί σε ένα άνευ κριτηρίων εμμονικό κυνήγι μείωσης του αριθμού των εργαζομένων τους και της συρρίκνωσης των καταστημάτων τους. 

Οι τράπεζες στην Ελλάδα από την εμφάνιση της πανδημίας μέχρι σήμερα έχουν επιδοθεί σε ένα άνευ κριτηρίων εμμονικό κυνήγι μείωσης του αριθμού των εργαζομένων τους και της συρρίκνωσης των καταστημάτων τους. 

Ενώ έχουν βελτιωθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό, οι προκλήσεις που ταλάνιζαν τα πιστωτικά ιδρύματα από το 2011, οι οποίες επιλύονται με την αύξηση των καταθέσεων, της  ραγδαίας μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της παράλληλης αύξησης των ενήμερων χορηγήσεων, συνθήκες που έχουν πολύ απτά αποτελέσματα στην αύξηση της οργανικής κερδοφορίας προ φόρων και προβλέψεων, εντούτοις συνεχίζουν να απομειώνουν το μεγαλύτερο κεφάλαιο που διαθέτουν μέσω προγραμμάτων εθελουσιών εξόδων για το προσωπικό τους. 

Οι επιχειρηματικές επιλογές των Διοικήσεων  παραμένουν να εστιάζουν   στην περαιτέρω επιδείνωση των δεικτών πρόσβασης και εξυπηρέτησης του πληθυσμού στις τραπεζικές υπηρεσίες, και μάλιστα σε μια περίοδο πιστωτικής επέκτασης υποβοηθούμενες από το Ταμείο Ανάκαμψης και παράλληλης αύξησης και επιστροφής των καταθέσεων, αν και ο δείκτης δαπανών προσωπικού προς τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες to 2020 (Personnel cost / Core Income %) είναι ο χαμηλότερος στην Ευρωζώνη, ενώ αναμένεται περαιτέρω μείωση για το 2021, συνεχίζουν να εστιάζουν στη μείωση του προσωπικού, επικαλούμενες την συντελούμενη ψηφιοποίηση των συναλλαγών και την αναγκαστική κατεύθυνση της πελατείας στα εναλλακτικά δίκτυα εξυπηρέτησης.

Αν και εμφανίζεται μια καταλυτική επιτάχυνση στη χρήση της ψηφιακής τραπεζικής το 2020 και το 2021 που ξεπερνά σωρευτικά το 50% σε σχέση με το 2019,  εντούτοις ο αριθμός των πάσης φύσεως ταμειακών συναλλαγών που πραγματοποιούνται με φυσική παρουσία από την πελατεία στα γκισέ των τραπεζών στην Ελλάδα, είναι ο μεγαλύτερος σε όλη την Ευρωζώνη και υπολογίζεται σύμφωνα με τα στοιχεία  της Ε.Κ.Τ. (Payments Statistics Report 2020-OTC Deposits,Withdrawals) σε 62.300 κινήσεις ετησίως ανά κατάστημα έναντι μόλις σε 5.984 ανά κατάστημα στην Ευρωζώνη, παρόλη την μείωση τους κατά 25% μεταξύ 2019-2020. 

Με τον υπερδεκαπλάσιο αριθμό συναλλαγών στα τραπεζικά καταστήματα στην Ελλάδα έναντι του μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης, με τον υψηλότερο αριθμό κατοίκων ανά τραπεζοϋπάλληλο, στοιχείο χαμηλής πρόσβασης και προβληματικής εξυπηρέτησης της πελατείας,  και με τη χαμηλότερη πρόσβαση του πληθυσμού στη διαδικτυακή τραπεζική, οι επιχειρηματικές κινήσεις των συστημικών τραπεζών για περαιτέρω μείωση καταστημάτων και προσωπικού αποτυπώνουν τη λανθασμένη σε κάθε επίπεδο επιχειρηματική τους κατεύθυνση η οποία δε συμβαδίζει σε καμία παράμετρο με τα χαρακτηριστικά και τα επίπεδα ψηφιακής ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας.

Εάν συνυπολογιστεί παράλληλα η μείωση των μεγεθών του προσωπικού και των καταστημάτων στην Ελλάδα μεταξύ 2018-09/2021 κατά 22% και 20% αντίστοιχα, έναντι μόλις 3% και 13% αντίστοιχα στην Ευρωζώνη, η εικόνα που διαμορφώνεται παρομοιάζει με  συνθήκες  απαξίωσης και εγκατάλειψης ειδικά για την πελατεία και τις ανάγκες της οικονομίας, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται ιστορικά από τραπεζοκεντρική δομή ενώ είναι ήδη σε υψηλά ποσοστά υπερσυγκεντρωμένη με βάση το δείκτη Herfindahl index.

Εάν στην παραπάνω εικόνα, αθροίσουμε τις μεγάλες δυνατότητες θετικής πιστωτικής επέκτασης και τις ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας που επικρατούν παράλληλα με το χαμηλότερο δείκτη Εξόδων προς Έσοδα, έναντι των υπολοίπων τραπεζών στην Ευρωζώνη, οι κινήσεις περαιτέρω μείωσης προσωπικού και καταστημάτων μόνο ένα στόχο φαίνεται ότι έχουν να εξυπηρετήσουν: 

την χρηματοδότηση των επενδύσεων τους για το ψηφιακό μετασχηματισμό των τραπεζών και τη γρήγορη αποκόμιση κερδών για τους ιδιώτες μετόχους τους, που έχουν επενδύσει βραχυπρόθεσμα στο μετοχικό τους κεφάλαιο και στην οικονομική ζωή της χώρας από το 2015 ως σήμερα.

Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής είναι  τα αποτελέσματα γ τριμήνου 2021, της Τράπεζας Πειραιώς στα οποία εμφανίζεται έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2020, μείωση των δαπανών προσωπικού κατά 10% και ισόποση αύξηση των διοικητικών εξόδων.

Με όλα τα παραπάνω δεδομένα και επιμέρους παραμέτρους, τόσο οικονομικούς όσο και αναπτυξιακούς, είναι σαφές ότι τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα, οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην συρρίκνωσή τους και στην απόδοση βιώσιμου χώρου σε ανταγωνιστικές εταιρείες κάθε φύσης, που θα ικανοποιούν πιο αποτελεσματικά τις ανάγκες καταναλωτών και επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας.

Κι αυτό μάλιστα θα συμβεί όταν οι φορολογούμενοι στην Ελλάδα και το ελληνικό δημόσιο έχει επενδύσει το 40% περίπου του σημερινού ΑΕΠ για τη στήριξή των πιστωτικών ιδρυμάτων και των καταθετών από την πλήρη κατάρρευση κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, αφήνοντας μάλιστα ως κληρονομιά στις επόμενες γενιές, ένα ευκαταφρόνητο  ποσό ζημίας και επιβάρυνσης του δημοσίου χρέους με σημερινές τιμές ύψους 36,5δισ. ευρώ.

Είναι άραγε όλη η παραπάνω στρατηγική διαχείριση των τραπεζών στην Ελλάδα, δείγμα υπεύθυνης χρηστής πρακτικής  και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης από τις εκάστοτε Διοικήσεις που έχει στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη της κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας;

Ένα είναι το δεδομένο που προκύπτει από τη μέχρι σήμερα επιχειρηματική στρατηγική τους ως προς τον υπό διαμόρφωση ακόμα ψηφιακό μετασχηματισμό τους: 

Τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών θεωρούν ότι διαθέτουν κβαντική τεχνογνωσία ή ακόμα περισσότερο ότι απευθύνονται σε κατοίκους της Silicon Valley, που είναι συνδεδεμένοι με συσκευές internet of things που επικοινωνούν εξ αποστάσεως με την τράπεζά τους με τρισδιάστατα ολογράμματα και με προηγμένες τεχνικές ευρείας τεχνητής νοημοσύνης, παρακάμπτοντας κάθε λογική συμμόρφωσης με τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, ξεπερνώντας κάθε παράμετρο μέτρησης και σύγκρισης ακόμα κι έναντι πιο ψηφιακά ανεπτυγμένων χωρών.

Η στρατηγική του  ψηφιακού μετασχηματισμού είναι μια ιδιαίτερα σοβαρή διαδικασία κι επιλογή που έχει μακροχρόνια στόχευση και επιφέρει σταδιακά αποτελέσματα, προσαρμόζεται στο χρόνο και στις επιμέρους συνθήκες που επικρατούν χωρίς να δημιουργεί ευρύτερες κοινωνικές κι εργασιακές αναταράξεις. 

Μόνο έτσι δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια σταθερή προστιθέμενη αξία και μια αειφόρο και βιώσιμη ανάπτυξη για όλους τους συμμετόχους της παραγωγικής διαδικασίας.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.