O χάρτης του Online shopping στην Ελλάδα

Ρομίνα Νικηφόρου

Θετικές προοπτικές ακόμη και μετά τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων διαπιστώνει για το ηλεκτρονικό εμπόριο που σημείωσε ραγδαία άνοδο την περίοδο της πανδημίας, η Ενδιάμεση Έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τον κλάδο.

Η έρευνα η οποία τίθεται σε δημόσια διαβούλευση έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2021, με την τελική έκθεση να δημοσιεύεται έως το τέλος της χρονιάς, παρουσιάζει τα νέα χαρακτηριστικά των καταναλωτών που ψωνίζουν Online, τις επιχειρήσεις και τις μεθόδους προτιμούν καθώς και τους παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά για την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών.

Αναλυτικά, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας το ποσοστό των ερωτηθέντων που αγοράζουν «σπάνια» διαδικτυακά μειώθηκε περίπου στο μισό (από 47% σε 23%), ενώ αντίστοιχα το ποσοστό όσων αγοράζουν διαδικτυακά τουλάχιστον «κάποιες φορές τον μήνα» ή συχνότερα, αυξήθηκε από 42% σε 69%. Μεσοσταθμικά, ο μέσος αριθμός ετήσιων αγορών μέσω διαδικτύου εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 57%, από 37 φορές περίπου ανά έτος σε 59 φορές περίπου ανά έτος, δηλαδή περίπου μία online αγορά κάθε εβδομάδα.

Ποια πλεονεκτήματα ξεχωρίζουν οι καταναλωτές

Τα αποτελέσματα δείχνουν πάντως το ότι τα κύρια πλεονεκτήματά του ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως τα αξιολογούν οι καταναλωτές, δεν σχετίζονται μόνο με την πανδημία ως εκ τούτου οι Online αγορές μπορούν αν μη τι άλλο, να διατηρηθούν στα υφιστάμενα επίπεδα.

Έτσι, ως τα τρία πρώτα πλεονεκτήματα αναφέρονται κυρίως η δυνατότητα πραγματοποίησης αγορών σε ώρες που τα φυσικά καταστήματα δεν λειτουργούν, η ευκολία αγορών καθώς και η εύρεση προϊόντων τα οποία θα ήταν δύσκολο να βρεθούν σε φυσικά καταστήματα. Πάντως και ο συνδεόμενος με την πανδημία παράγοντας «Υγιεινή-αποφυγή συγχρωτισμού» βαθμολογήθηκε επίσης υψηλά από τους καταναλωτές του δείγματος.

Οι χαμηλότερες τιμές των προϊόντων επίσης είναι ένας παράγοντας που βαθμολογείται υψηλά από το 46% των καταναλωτών, ενώ η μεγαλύτερη ποικιλία και διαθεσιμότητα προϊόντων αναφέρεται ως μέγιστης σπουδαιότητας από το 38%. Αντίθετα, χαμηλής σπουδαιότητας κριτήρια είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση από τα φυσικά καταστήματα. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι το φυσικό δίκτυο εξακολουθεί να υπερτερεί του ψηφιακού όσον αφορά την αγοραστική εμπειρία, την προσωποποιημένη εξυπηρέτηση και τη συμμετοχή (engagement) των καταναλωτών.

Οι ανασταλτικοί παράγοντες

Στον αντίποδα, βασικό ανασταλτικό παράγοντα αποτελούν τα μεταφορικά έξοδα και οι χρόνοι παράδοσης των προϊόντων. Σημαντικός κρίνεται επίσης και ο παράγοντας της διάθεσης στοιχείων επικοινωνίας με το ηλεκτρονικό κατάστημα, καθώς αυξάνει την εμπιστοσύνη τους σε αυτό.

Η ανησυχία των καταναλωτών για αγορές από καταστήματα του εξωτερικού είναι υψηλότερη σε σχέση με την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών από ελληνικής έδρας καταστήματα. Επίσης οι καταναλωτές δίνουν μεγάλη σημασία στη δυνατότητα επιλογής πληρωμής με αντικαταβολή, είναι πιο απαιτητικοί απέναντι στα χαρακτηριστικά που αναμένουν να πληρούν τα ελληνικά ηλεκτρονικά καταστήματα σε σχέση με εκείνα με έδρα το εξωτερικό, αλλά την ίδια στιγμή τείνουν να προτιμούν τα πρώτα με γνώμονα και την ενίσχυση των ελληνικών καταστημάτων.

Η έρευνα πάντως διαπιστώνει ότι οι παραπάνω ανησυχίες που λειτουργούν αποτρεπτικά στους καταναλωτές, δεν αντικατοπτρίζουν ακριβώς τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Για παράδειγμα, οι περιπτώσεις απάτης, που περιλαμβάνονται στους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες αγορών, με βάση τις απαντήσεις των καταναλωτών ένα μικρό ποσοστό δηλώνει ότι τελικά το έχει αντιμετωπίσει «συχνά» ή αρκετά «συχνά». Αντίθετα, τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην πράξη οι καταναλωτές αφορούν στη μη διαθεσιμότητα των προϊόντων και στους μεγάλους χρόνους παράδοσης.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (95%) δηλώνει ικανοποιημένο από τη συνολική εμπειρία του στις ηλεκτρονικές αγορές, γεγονός που όπως επισημαίνεται έχει αποτυπωθεί και σε άλλες έρευνες, στις οποίες φαίνεται ότι οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ικανοποίησης κατά την αγορά στο διαδίκτυο, σε σχέση με το μέσο όρο στην ΕΕ.

Αγορές από ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις

Διαπιστώνεται ακόμη ότι η διείσδυση των επιχειρήσεων με έδρα το εξωτερικό στην ελληνική αγορά είναι αναμφισβήτητα σημαντική. Ένα ποσοστό 53% αγοράζει τουλάχιστον μία κατηγορία προϊόντων από ηλεκτρονικό κατάστημα που έχει έδρα στο εξωτερικό με την κατηγορία ένδυση και υπόδηση να καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό αγορών (19%), κυρίως λόγω διαθεσιμότητας και τιμής των προϊόντων.

Επίσης ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της τάξεως του 83% των οnline καταναλωτών αγοράζει προϊόντα από ηλεκτρονικά καταστήματα που έχουν έδρα στην ελληνική επαρχία, το εξωτερικό και σε κάθε περίπτωση βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από το σπίτι τους.

Από την άλλη πλευρά σχεδόν τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων λιανοπωλητών απάντησε αρνητικά στο ερώτημα εάν θεωρούν οικονομικά εφικτό για την επιχείρησή τους να «μπουν» διαδικτυακά σε αγορές εκτός της ελληνικής επικράτειας ή να αυξήσουν σημαντικά τις διασυνοριακές πωλήσεις. Ενδεικτικά το ποσοστό των διασυνοριακών πωλήσεων στις συνολικές (διαδικτυακές και μη) δεν ξεπερνάει το 5% και μάλιστα στο 64% των αναφορών να είναι μικρότερο ακόμα και του 1%. Παράλληλα, η επισκεψιμότητά τους προέρχεται κατά βάση από εγχώριους καταναλωτές, καθώς η επίσκεψη μέσω ΙP του εξωτερικού στις περισσότερες ελληνικές ψηφιακές πλατφόρμες είναι αμελητέα. Η δε συμμετοχή τους σε διεθνείς πλατφόρμες φαίνεται να βρίσκεται «σε εμβρυικό στάδιο», κυρίως επειδή επηρεάζεται από παράγοντες όπως η έλλειψη κρίσιμων, λόγω της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας, υποδομών που αφορούν στη μεταφορά εμπορευμάτων και της ανταγωνιστικότητας των ξένων επιχειρήσεων.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

TAGS: