Πώς Κιμ και Τραμπ μπορούν να καταστρέψουν την παγκόσμια οικονομία

Viber Whatsapp Μοιράσου το
Πώς Κιμ και Τραμπ μπορούν να καταστρέψουν την παγκόσμια οικονομία

Ο Λάρι Έλιοτ, οικονομικός συντάκτης του βρετανικού Guardian από το 1988, αναλύει σε ένα εκτενές κείμενο, γιατί η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Βόρειας Κορέας, μπορεί να οδηγήσει σε εκτροχιασμό της παγκόσμιας οικονομίας, χωρίς καν να πέσει μια... τουφεκιά.

Ολόκληρο το κείμενο:

«Συγχαρητήρια κύριε πρόεδρε. Η περασμένη εβδομάδα σηματοδότησε την 10η επέτειο από την έναρξη της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης από την εποχή του Μεγάλου Κραχ, κάνοντας πραγματικά την πιο ακατάλληλη στιγμή για τον πρόεδρο Τραμπ να απειλήσει την Βόρεια Κορέα με αφανισμό.

Ένα από τα λίγα επιτεύγματα της διοίκησης Τραμπ είναι το γεγονός πως τους πρώτους έξι μήνες θητείας, οι μετοχές στην Wall Street, γνωρίζουν σταθερή άνοδο.

Η δήλωση όμως περί «φωτιάς και οργής» και η αναμενόμενη απάντηση του Κιμ Γιονγκ Ουν, ανάγκασε τις αγορές σε μια σύντομη παύση για σκέψη. Όχι όμως κάτι πέρα από αυτό. Σίγουρα υπήρξε μια στροφή προς την ρευστοποίηση και την αγορά ασφαλών asset όπως χρυσού αλλά και ελβετικού φράγκου, όπως σε κάθε εποχή που η ένταση ανεβαίνει. Όμως δεν είχε καμία σχέση με αυτό που συνέβη πριν από μια δεκαετία, όταν οι αγορές ξαφνικά πάγωσαν και οι τράπεζες αρνούνταν να δανείσουν η μια την άλλη.

Αυτή φαίνεται πως είναι μια σύγχρονη συνήθεια. Οι αγορές έχουν χαλαρώσει σχετικά με τους γεωπολιτικούς κινδύνους και όχι χωρίς λόγο. Η Wall Street άρχισε να ανεβαίνει την στιγμή που ξεκίνησε η εισβολή στο Ιρακ το 2003. Δεν υπήρχε πραγματικά καμία αντίδραση στα γεγονότα της Κριμαίας το 2014.

Το συμπέρασμα που βγαίνει από την μη ενόχληση των αγορών είναι πως δεν θα υπάρξει κανένας πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Βόρειας Κορέας, ούτε πυρηνικός, ούτε συμβατικός και πως η έξυπνη επένδυση είναι η αγορά σε κάθε μείωση.

Οι αγορές έχουν εν μέρει δίκιο. Μοιάζει ακόμα δύσκολο ο Τραμπ να εξαπολύσει μια προληπτική επίθεση. Ο Κιμ το γνωρίζει αυτό και αυτός είναι ο λόγος που θα ήταν ανόητα να στρέψει τους πυραύλους του προς το Γκουάμ, πρώτος.

Όμως οι αγορές, αλλά και γενικότερα η παγκόσμια οικονομία, θα μπορούσαν να αποδειχθούν ευάλωτες σε μια επανάληψη αυτού που συνέβη πριν 10 χρόνια, ακόμα και χωρίς πόλεμο. Την περασμένη δεκαετία, οι αγορές μπορεί να απομόνωσαν τους γεωπολιτικούς κινδύνους αποδείχθηκαν όμως ιδιαίτερα ευάλωτες στους οικονομικούς και χρηματιστηριακούς κινδύνους. Και υπάρχουν πολλά για να φοβάται κανείς από αυτήν την άποψη.

Για αρχή, ο κόσμος δεν ανέκαμψε ποτέ στην πραγματικότητα από την τελευταία κρίση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι ασθενείς και είναι δυνατοί μόνο λόγω των χαμηλών επιτοκίων των τελευταίων ετών και η ποσοτική χαλάρωση έχει κάνει τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να συσσωρεύουν μεγάλα ποσά χρέους.

Όπως παρατηρεί ο οικονομολόγος Στιβ Κιν στο νέου του βιβλίου «Μπορούμε να αποφύγουμε μια νέα οικονομική κρίση;», αρκετές χώρες έχουν γίνει “εθισμένες στο χρέος”. «Έχουν το δίλημμα του τοξικοεξαρτημένου, μιας επιλογής ανάμεσα σε εκείνη του ξαφνικού θανάτου ή εκείνης να συνεχίσουν τις πιστώσεις και να αντιμετωπίσουν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στο μέλλον». Ο Κιν υποστηρίζει ότι οι χώρες που αξίζουν προσοχής, έχουν δυο χαρακτηριστικά: έχουν ήδη πολύ υψηλά επίπεδα προσωπικού χρέους και έχουν βασιστεί στην πίστωση ως πηγή ζήτησης τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυστραλία, Καναδάς, Νότια Κορέα, Σουηδία και Νορβηγία βρίσκονται όλες στη λίστα του με τους μελλοντικούς υποψηφίους να μετατραπούν σε «ζόμπι χρέους». Στην ίδια λίστα βρίσκεται και η Κίνα.

Στα 25 χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, η Κίνα ανέπτυξε ένα υπερεπιτυχημένο μοντέλο ανάπτυξη. Υπήρξε μαζική έξοδος ανθρώπων από τις αγροτικές περιοχές προς τις νέες βιομηχανίες που – εξαιτίας των χαμηλών μισθών και του υποτιμημένου νομίσματος- ήταν σε θέση να πλημμυρίσουν τη δύση με φτηνές εξαγωγές.

Όμως το μοντέλο που στηρίζεται στους καταναλωτές των δυτικών χωρών – όπως οι ΗΠΑ- δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερο χρέος, ώστε να αγοραστούν αυτά τα εξαγώγιμα προϊόντα. Όταν η οικονομική κρίση ολοκληρώθηκε με μια βαθύτατη ύφεση, η ζήτηση για τα κινέζικα προϊόντα ξαφνικά περιορίστηκε.

Με εμφανή τον κίνδυνο, κλεισίματος εργοστασίων και μαζικής ανεργίας που θα έφερνε πολιτική αναταραχή, η κινέζικη κυβέρνηση αντικατέστησε την δυτική πιστωτική φούσκα, με μια δική της.

Διέταξε τις τράπεζες να δανείσουν σε εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων και στήριξε αυτή την κίνηση με ένα τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Οι τράπεζες έχουν έχουν assets αξίας 35 τρισ. δολαρίων τέσσερις φορές όσο άξιζαν το 2008. Το ιδιωτικό χρέος της Κίνας σε σχέση με το ΑΕΠ έχει αυξηθεί από το 120% στο 210% την ίδια περίοδο.

Το μάθημα που μας έδωσε το 2007 είναι πως όλες οι φούσκες κάποτε σκάνε. Ο Άλαν Γκρίνσπαν έλυσε το πρόβλημα της φούσκας των μεγάλων επιχειρήσεων του τεχνολογικού τομέα, φτιάχνοντας μια ακόμα μεγαλύτερη με την αγορά κατοικιών στις ΗΠΑ, και οι κινέζικες αρχές κάνουν κάτι παρόμοιο.

Η δομή του κινεζικού οικονομικού συστήματος, με την μεγάλη σκιά του τραπεζικού του συστήματος και τις ειδικές εταιρείες επενδύσεων, μοιάζουν πολύ με το οικονομικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, στα χρόνια πριν την κρίση. Όταν η χρηματική απάτη της Κίνας καταρρεύσει – όπως νομοτελειακά θα συμβεί – η μετάδοση στο υπόλοιπο της παγκόσμιας οικονομίας θα περιοριστεί από το γεγονός πως οι τράπεζες είναι ιδιοκτησία του κράτους και οι έλεγχοι κεφαλαίου βρίσκονται σε ισχύ. Το Πεκίνο θα κάνει ότι και η Δύση το 2008. Θα διασώσει τις τράπεζες που κινδυνεύουν με κατάρρευση. Ακόμα και έτσι όμως το οικονομικό σοκ για τον υπόλοιπο κόσμο, θα είναι άμεσο.

Μια αφορμή για να σκάσει η φούσκα των κινεζικών πιστώσεων, θα μπορούσαν να είναι οι εμπορικές κυρώσεις εκ μέρους των ΗΠΑ. Ως υποψήφιος πρόεδρος, ο Τραμπ ήταν ιδιαίτερα σκληρός απέναντι στο Πεκίνο, απειλώντας με δασμούς ως και 40% στις εισαγωγές από την Κίνα στις ΗΠΑ.

Από τότε έχει ρίξει αρκετά τους τόνους της ρητορικής του, με την ελπίδα ο πρόεδρος της Κίνα, να πιέσει τον Κιμ να διακόψει το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας. Η απόφαση της Κίνας να υποστηρίξουν τις αυστηρότερες αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις ενάντια στην Βόρεια Κορέα, δείχνει πως υπήρξε κάποια συμφωνία στη μεταξύ τους επαφή.

Όμως η επιμονή του Πεκίνου στη θέση πως θα παραμένει εκτός της συγκεκριμένης διαμάχης, δείχνει πως υπάρχουν όρια στο μέχρι που είναι αποφασισμένη να φτάσει η Κίνα και ίσως να μην είναι ως εκεί που θέλει ο Τραμπ.

Αν γίνει καθαρό πως η Κίνα δεν μπορεί να ηρεμήσει τον Κιμ, οι ΗΠΑ έχουν μια σειρά οικονομικών όπλων στη διάθεσή τους. Ο Τραμπ έχει κάνει καθαρό πως θα επιβάλλει δασμούς στο φθηνό κινεζικό ατσάλι και αλουμίνιο και θα τιμωρήσει την πειρατία πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν ακόμα να κατηγορήσουν την Κίνα πως χειραγωγεί το νόμισμα, κάτι βέβαια που ο Τραμπ έχει αποκλείσει μετά τη συνάντησή του με τον Κινέζο ομόλογό του στην Φλόριντα τον Απρίλη. Μια τέτοια κίνηση πάντως θα έφερνε ακόμα περισσότερες κυρώσεις και αναπόφευκτη απάντηση από πλευράς Κίνας.

Μέχρι πρόσφατα, ήταν δύσκολο να δει κανείς που θα εμφανιστεί η επόμενη οικονομική κρίση. Πλέον είναι ξεκάθαρο. Ο Τραμπ έχει πειστεί να μην επιτεθεί στην Βόρεια Κορέα, έχει όμως αποφασίσει πως κάποιος θα πληρώσει γι αυτήν του την υποχώρηση. Η Κίνα, με την ανεπαρκή της στήριξη, είναι ο προφανής υποψήφιος. Νέες οικονομικές κυρώσεις, εμπορικός πόλεμος και η κινέζικη φούσκα των πιστώσεων σκάει. Οι αγορές πρέπει να προετοιμαστούν για μια τέτοια πιθανότητα. Τώρα είναι η ώρα να το κάνουν.»

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider