Η δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με την αρωγή του «Ηρακλή» υπήρξε αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της τελευταίας τετραετίας στον τραπεζικό τομέα και καταλύτης για την προσδοκώμενη επενδυτική βαθμίδα. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν επιτύχει μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), ωστόσο η πλήρης σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αναμένεται μέχρι το 2025. Την ίδια στιγμή, κορυφαίες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι η διατηρήσιμη υψηλή κερδοφορίας και η περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, η περαιτέρω εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση, καθώς το απόθεμα των υφιστάμενων ΜΕΔ, αν και έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, παραμένει σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνεπώς, απαιτείται η συνέχιση των ενεργειών προς την κατεύθυνση οριστικής απαλλαγής του τραπεζικού τομέα από το απόθεμα ΜΕΔ, ώστε να ενδυναμωθεί περαιτέρω και να μπορέσει απρόσκοπτα να επιτελέσει τη διαμεσολαβητική λειτουργία χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας
Στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ αναφέρεται ότι οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν θέσει επιχειρησιακούς στόχους για την εξέλιξη των ΜΕΔ κατά την τριετία 2023-2025, προσβλέποντας σε περαιτέρω μείωσή τους κατά 3,1 δισ. ευρώ ή 32% (από ΜΕΔ 9,680 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022 σε ΜΕΔ 6,549 δισ. στο τέλος του 2025). Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης ΜΕΔ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 4% το 2025 από 7% το 2022 και να συγκλίνει περαιτέρω προς το μέσο όρο των τραπεζών της ζώνης του ευρώ.
Η στοχοθεσία των τραπεζών αναμένεται να υλοποιηθεί κυρίως μέσω των αποπληρωμών δανείων (1,9 δισ. ευρώ) και των διαγραφών (1,7 δισ. ευρώ) και δευτερευόντως με πωλήσεις (0,7 δισ. ευρώ) και οι ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων (0,5 δισ. ευρώ). Η καθαρή ροή ΜΕΔ αναμένεται να παραμένει θετική κατά 2,1 δισ. ευρώ (οι στόχοι εκτιμούν ότι οι νέες εισροές ΜΕΔ θα ανέλθουν σε 7,210 δισ. ευρώ και οι εκροές σε 5,141 δισ.) καθώς οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες αναμένεται να ασκήσουν πιέσεις βραχυπρόθεσμα στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Συμπερασματικά, όπως αναφέρει η ΤτΕ, σε ένα βασικό σενάριο και μετά από μία δεκαετία από τότε που τα ΜΕΔ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο (Μάρτιος 2016), οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες θα έχουν διευθετήσει επιτυχώς το πρόβλημα των ΜΕΔ.
Πέραν της εξάλειψης του προβλήματος των κόκκινων δανείων, μεγάλη πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι η διατηρήσιμη κερδοφορία.
Όσον αφορά την κερδοφορία, το 2023 αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση των οργανικών εσόδων. Βραχυπρόθεσμα η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα ενισχύσει περαιτέρω τα καθαρά έσοδα των τραπεζών από τόκους, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Εντούτοις, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών λόγω της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την έκδοση ομολόγων ώστε να τηρηθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Παράλληλα, αναμένεται βραχυπρόθεσμα σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης, είτε μέσω της πρόωρης αποπληρωμής επιχειρηματικών δανείων είτε μέσω της μειωμένης ζήτησης για νέα δάνεια. Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσουν πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και δύνανται να αυξήσουν το κόστος πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Τέλος, αναμένεται να είναι μικρότερη η συμβολή των μη επαναλαμβανόμενων εσόδων.
Η τρίτη μεγάλη πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι η περαιτέρω ενίσχυση των κεφαλαίων τους. Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η κεφαλαιακή επάρκεια στην παρούσα χρονική συγκυρία κρίνεται ικανοποιητική, ωστόσο θα επηρεαστεί από: α) τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, β) την υλοποίηση εταιρικών ενεργειών των τραπεζών για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες) και το κόστος έκδοσης πρόσθετων μέσων κεφαλαίου (Additional Tier 1, Tier 2) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, γ) την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και δ) την εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.