Ποδόσφαιρο: Χορός δισεκατομμυρίων στα ευρωπαϊκά club κόντρα στο ρίσκο της εποχής

Κώστας Αποστολόπουλος
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Ποδόσφαιρο: Χορός δισεκατομμυρίων στα ευρωπαϊκά club κόντρα στο ρίσκο της εποχής
Η πτώση των εσόδων των τελευταίων ετών δεν πτοεί τους επενδυτές που τοποθετούν «βουνά» χρήματος στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Τα πετροδόλαρα του Κόλπου, οι επίμονοι Ασιάτες και το αμερικανικό μοντέλο.

Έχει χαρακτηριστεί το «δημοφιλέστερο άθλημα του κόσμου». Αιώνες τώρα, συνεχίζει να συγκινεί ανθρώπους κάθε τάξης και πολιτισμικού υπόβαθρου σε όλον τον πλανήτη.

Ακόμα και αν οι οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις του 2022 δεν θα μπορούσαν να το αφήσουν ανεπηρέαστο, το ποδόσφαιρο καταφέρνει να διατηρεί την αίγλη του, η οποία το καθιστά πόλο έλξης για δισεκατομμυριούχους επενδυτές ανά τον κόσμο.

Τα «μεγάλα πορτοφόλια», μάλιστα, αποφασίζουν να εισέλθουν σε έναν χώρο, αψηφώντας την ραγδαία πτώση των εσόδων που καταγράφουν οι ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών ομάδων τα τελευταία χρόνια, μέσα σε ένα «εκρηκτικό» μείγμα πανδημίας, πληθωρισμού, και εσχάτως, παγκόσμιας πολεμικής απειλής. Και τα παραδείγματα δεν είναι λίγα.

Όπως αναφέρεται σε άρθρο του “The Issues”, σχεδόν 20 χρόνια μετά την απόκτηση της Chelsea από τον Roman Abramovich έναντι 140 εκατ. λιρών, η «τάση» που ξεκίνησε τότε ο προσφάτως αποπεμφθείς Ρώσος ολιγάρχης, με υπερπλούσιους επενδυτές να διοχετεύουν τεράστια ποσά στους συλλόγους της Premier League, συνεχίζεται. Και αυτό γιατί το «παραμύθι» του Abramovich και της Chelsea, είχε μέσα 20 χρόνια τίτλων, διακρίσεων και δόξας, που πολλές ομάδες και δισεκατομμυριούχοι ζήλεψαν – και εξακολουθούν να ζηλεύουν.

Έκτοτε, μεγάλοι επενδυτές συρρέουν από κάθε γωνιά του κόσμου, με μια σειρά από διαφορετικά κίνητρα και προσδοκίες.

Η πιο πρόσφατη περίπτωση, είναι ο Σέρβος μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Dragan Solac, ο οποίος συγκέντρωσε 100 εκατ. λίρες για την απόκτηση της Southampton από τους Κινέζους ιδιοκτήτες της τον Ιανουάριο, χωρίς να είναι ο μόνος επιχειρηματίας από όλο τον κόσμο που έχει δελεαστεί από τις ευκαιρίες που προσφέρει η Premier League.

Το 2021, ο Gino Pozzo, γιος του Ιταλού επιχειρηματία Gianpaolo Pozzo, «κατηφόρισε» προς το Watford. Ο συμπατριώτης του Αντρέα Radrizzani, ο οποίος συγκέντρωσε τον πλούτο του μέσω της Aser Ventures, απέκτησε τη Leeds United το 2017. Ένα χρόνο νωρίτερα, ο Βρετανο-Ιρανός δισεκατομμυριούχος στον χώρο του χάλυβα, Farhad Moshiri, ολοκλήρωσε την εξαγορά της Everton.

Επιπλέον, υπάρχει μια μεγάλη σειρά περιπτώσεων συγκέντρωσης μεριδίων σε ποδοσφαιρικές ομάδες, που είτε οδηγήσουν σε πλήρεις εξαγορές, είτε όχι, είναι άξιες αναφοράς: επί παραδείγματι, το μερίδιο του Τσέχου δισεκατομμυριούχου Daniel Kretinski στην West Ham, αλλά και στην Leeds, το μερίδιο που κατέχει η οικογένεια York, ιδιοκτήτες της ομάδας αμερικανικού ποδοσφαίρου San Francisco 49ers.

Η επιμονή των Ασιατών

Ωστόσο, όπως επισημαίνει το “The Isuues”, οι Ασιάτες επενδυτές, από την πλευρά τους, δεν τα έχουν πάει και τόσο καλά σε αυτό το πεδίο. Παρά τις μυθικές διακρίσεις και τους τίτλους της Leicester City το 2016, η οποία από το 2010 ανήκει σε οικογένεια μεγιστάνων από την Ταϊλάνδη, η πλειοψηφία των Ασιατών επενδυτών δεν έχει καταφέρει να εδραιωθεί στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο τα προηγούμενα χρόνια.

Εντούτοις, αυτό δεν έχει αποτρέψει μια πρόσφατη «εισβολή» Κινέζων αγοραστών στις βρετανικές ομάδες, με την «ευλογία» μάλιστα του πρωθυπουργού Xi Zinping, ο οποίος θεωρεί ότι με αυτού τους τύπους τις εξαγορές θα επωφεληθεί η εθνική ομάδα της Κίνας.

Και εδώ τα παραδείγματα δεν είναι καθόλου ανάξια λόγου: Ο Gao Jinsheng, ιδρυτής της Lander Sports Development, που κατασκευάζει και αναπτύσσει αθλητικές εγκαταστάσεις, απέκτησε τη Southampton το 2017, ενώ οι Wolverhampton Wanderers, στο μεταξύ, κατάφεραν να γίνουν ανταγωνιστικό brand name, χάρη στα εκατοντάδες εκατομμύρια που επενδύθηκαν από τον πρόεδρο του ομίλου Fosun, Guo Guangchang, ο οποίος κατέχει πλούτο δισεκατομμυρίων από ασφαλίσεις, φαρμακευτικά προϊόντα και ακίνητα.

Αλλά και στην Ιταλία, η μιλανέζικη Inter που βρίσκεται ξανά σε διαδικασία πώλησης, είναι η ομάδα με το υψηλότερο πρεστίζ από πολλούς ευρωπαϊκούς συλλόγους που έχουν δεχτεί τεράστια ποσά χρημάτων από την Κίνα. Το 2016, ο «γίγαντας» ηλεκτρονικών λιανικών πωλήσεων Suning Holdings, με επικεφαλής τον Zhang Jindong, αγόρασε σχεδόν το 70% των μετοχών της Inter για 270 εκατ. ευρώ, κάτι που επέτρεψε στον σύλλογο να κερδίσει τη Serie A πέρυσι, για πρώτη φορά για περισσότερο από μια δεκαετία.

Τα «πετροδόλαρα» του Κόλπου

Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο αρθρογράφος του “The Issues” τονίζει πως, ίσως, το μεγαλύτερο «μπάσιμο» στην Premier League, και όχι μόνο, να έχει γίνει από τα κράτη της Μέσης Ανατολής και τους «πετρελαιάδες» του Κόλπου.

Ο Σεΐχης Mansour, αναπληρωτής πρωθυπουργός των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και ετεροθαλής αδελφός του προέδρου, Khalifa bin Zayed Al Nahyan, ξεκίνησε από το 2008 «ρίχνοντας» μέρος της περιουσίας του άνω των 20 δισ. λιρών στη Manchester City μέσω της εταιρείας City Football Group.

Η Paris Saint Germain, στην Γαλλία, αγοράστηκε τρία χρόνια αργότερα από την Qatar Sports Investments, θυγατρική του κρατικά ελεγχόμενου fund 300 δισ. δολαρίων Qatar Investment Authority.

Στη συνέχεια, τον περασμένο Οκτώβριο, το Public Investment Fund της Σαουδικής Αραβίας απέκτησε το 80% της Newcastle, με τα μεγάλα μειοψηφικά μερίδια να εξαγοράζονται από τους μεγιστάνες του μετάλλου David και Simon Reuben και από την PCP Capital Partners της Amanda Staveley.

Εξαγορές όπως αυτές έχουν αρχίσει να δημιουργούν αυτό που ορισμένοι παρατηρητές χαρακτηρίζουν ως μια υπερ-κάστα συλλόγων με φαινομενικά απεριόριστους πόρους.

Το αμερικανικό μοντέλο

Ωστόσο, οι ιδιώτες επενδυτές και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία ανταγωνίζονται με ένα άλλο μοντέλο ιδιοκτησίας ποδοσφαιρικών συλλόγων που χρησιμοποιεί τις λεγόμενες μοχλευμένες εξαγορές (LBOs), και έρχεται από τις ΗΠΑ.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η Manchester United, που αποκτήθηκε από τον Αμερικανό Malcolm Glazer έναντι 790 εκατ. λιρών το 2005 με δάνειο 600 εκατ. λιρών και τώρα αποτιμάται σε περίπου 3 δισ. λίρες. Ο Glazer είχε ήδη κάνει μια περιουσία μετατρέποντας μια δαπάνη 192 εκατ. δολαρίων το 1995 για τους Tampa Bay Buccaneers του NFL σε μια επένδυση αξίας 1,8 δισ. δολαρίων.

                                           O Malcolm Glazer μετά από νίκη των Tampa Bay Buccaneers στο Super Bowl

«Υπάρχει μια πόλωση στο ποδόσφαιρο, με τα κρατικά συμφέροντα να ανταγωνίζονται τα ιδιωτικά κεφάλαια των ΗΠΑ», εξηγεί στο “The Issues” ο καθηγητής Simon Chadwick, διευθυντής του Κέντρου για τον Ευρασιατικό Αθλητισμό. «Από τη μία πλευρά του Manchester έχετε έναν σύλλογο που ανήκει στον Κόλπο και από την άλλη πλευρά του Manchester έχετε ιδιώτες επενδυτές. Είναι πολύ διαφορετικές οντότητες που λειτουργούν με πολύ διαφορετικούς τρόπους, αντιπροσωπεύοντας δύο πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις για τις επενδύσεις στο ποδόσφαιρο».

Για τους επίδοξους αγοραστές, υπάρχουν και πολλοί μη οικονομικοί πόλοι έλξης. «Το να έχεις ένα μεγάλο κλαμπ σου δίνει ένα καθεστώς διασημότητας που δεν μπορούν να αγοράσουν οι άλλοι παράγοντες που περιβάλλουν τον πλούτο σου», λέει ο Kieran Maguire, ο οποίος διδάσκει το MBA για την ποδοσφαιρική βιομηχανία στο Πανεπιστήμιο του Liverpool.

Επιπλέον, για πλούσιους ανθρώπους από ορισμένες χώρες, η κατοχή ενός μεγάλου συλλόγου μπορεί επίσης να θεωρηθεί ένας ασφαλής τρόπος αποθήκευσης πλούτου ή, ενδεχομένως, μια εξασφάλιση απέναντι στην ανεπιθύμητη προσοχή από την ίδια τους την κυβέρνηση.

Για τους Μεσανατολίτες επενδυτές που έχουν δεσμούς με το κράτος τους, το κίνητρο πίσω από αυτές τις επενδύσεις τους συνδέεται με την δυνατότητα να βοηθήσουν στην περαιτέρω διεύρυνση της χώρας τους.

Το κίνητρο τηλεοπτικών και άλλων εσόδων

Η δουλειά του ποδοσφαίρου αλλάζει και το κλειδί για την κατανόηση των σημερινών οικονομικών ευκαιριών είναι η αναγνώριση του παγκόσμιου ενδιαφέροντος για το παιχνίδι, λέει στο “The Issues” ο χρηματοοικονομικός σύμβουλος Mehmet Dalman, ο οποίος υπηρετεί και ως πρόεδρος στην Cardiff City, η οποία κατάφερε προσωρινά να προβιβαστεί στην Premier League, ενισχυμένη από τα κεφάλαια του Μαλαισιανού δισεκατομμυριούχου Vincent Tan.

Τα τηλεοπτικά έσοδα στην Αγγλία είναι αξιοσημείωτα, με κάθε σύλλογο της Premier League να λαμβάνει τουλάχιστον 100 εκατ. λίρες ετησίως για πρώτη φορά από την επόμενη σεζόν.

Η Manchester City βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην κορυφή του πίνακα των δικαιωμάτων: για τη σεζόν 2020-21, τα έσοδα της εκ της τηλεόρασης ήταν 297,4 εκατ. λίρες από μία σύνθεση εγχώριων και υπερπόντιων δικαιωμάτων.

Οι χορηγίες και τα εμπορικά έσοδα είναι εξίσου σημαντικά. Παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας, η Manchester United ήταν ακόμα σε θέση να αποκομίσει 232 εκατ. λίρες σε εμπορικά έσοδα για το 2020-21, από χορηγίες 140 εκατ. λίρες και 92 εκατ. λίρες από έναν συνδυασμό λιανικών πωλήσεων και αδειοδότησης προϊόντων, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεσή της.

Ωστόσο, όπως ξεκαθαρίζει ο αρθρογράφος, είναι δύσκολο να αυξηθούν τα έσοδα χωρίς την ανοικοδόμηση ενός γηπέδου ή να «βγουν» χρήματα από μεταγραφές χωρίς να «θυσιαστεί» η επιτυχία της ομάδας, και συνεπώς τα έσοδα από την τηλεόραση.

Ο Charlie Methven είδε μια ευκαιρία για αυτό στη Sunderland, μια μικρή ομάδα με μεγάλο fanbase, που υπό την προηγούμενη διοίκηση παρέπαιε σε μικρότερες κατηγορίες. Με μια στρατηγική παγκόσμιας επέκτασης στα social media, κατάφερε να αποκτήσει άνω του ενός εκατομμυρίου followers στο Twitter, γεγονός που της εξασφάλισε ένα deal με το Netflix, για το ντοκιμαντέρ με τίτλο Sunderland ‘Till I Die, με περισσότερους από 20 εκατομμύρια θεατές.

Manchester City και Tottenham έχουν κάνει παρόμοια προϊόντα. «Τελικά, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι θα είναι υπεύθυνοι για το δικό τους οπτικοακουστικό κοινό», λέει ο Methven.

Με τους Αμερικανούς επενδυτές να δείχνουν αμείωτο ενδιαφέρον για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, καθώς η η αθλητική αγορά της πατρίδας τους είναι ως επί το πλείστον κορεσμένη, ο Patrick Tsang, πρόεδρος του Tsangs Group με έδρα το Χονγκ Κονγκ, δηλώνει στο “The Issues” ότι τα φυσικά πλεονεκτήματα του αμερικανικού αθλητικού μοντέλου προέρχονται από το μέγεθος της καταναλωτικής αγοράς και την προσέγγιση που ακολουθείται για τη λειτουργία των ομάδων. «Θεωρείται ως επιχείρηση με πολύ λιγότερο συναισθηματικό δέσιμο», λέει.

Ο Tsang προσθέτει πως είναι ενθουσιασμένος από την προοπτική του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, παρά τον κίνδυνο που δημιουργείται από την απειλή του υποβιβασμού, κάτι που δεν χρειάζεται να φοβούνται οι ομάδες στα αθλητικά μοντέλα των ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η προτεινόμενη «διάσπαση» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου με την υποστήριξη της JP Morgan για την δημιουργία μιας ομάδας 12 ελίτ συλλόγων υπό τον τίτλο Super League πέρυσι, αν και απέτυχε, συμπεριελάμβανε ένα στοιχείο μη υποβιβασμού στο πλάνο της.

Οι πολυεπίπεδες επενδύσεις

Μια άλλη πιθανή άμυνα ενάντια στον κίνδυνο υποβιβασμού εμφανίστηκε πρόσφατα με τη μορφή του μοντέλου πολλών συλλόγων, που «θέλει» τους ιδιοκτήτες ή τις ομάδες ιδιοκτητών να κατανέμουν τον κίνδυνο δημιουργώντας μερίδια σε πολλούς συλλόγους.

Τον περασμένο Αύγουστο ο Αμερικανός John Textor, ο οποίος έκανε την περιουσία του διευθύνοντας την αθλητική εταιρεία streaming Facebank, τώρα γνωστή ως fuboTV, απέκτησε μειοψηφικό μερίδιο στην ομάδα της Premier League Crystal Palace μαζί με τον συμπατριώτη του και δισεκατομμυριούχο Josh Harris, ενώ τώρα έχει επικεντρωθεί στην απόκτηση ενός μεριδίου της πορτογαλικής Benfica.

Ο συμπατριώτης του Robert Platek, στενός συνεργάτης του δισεκατομμυριούχου στον χώρο των υπολογιστών Michael Dell, πρόσθεσε πέρυσι στο χαρτοφυλάκιο της οικογενείας του την ιταλική Spezia, μετά από μία ομάδα της Δανίας και μία της Πορτογαλίας. Ο Luca Scafati, οικονομικό στέλεχος της Spezia, η οποία ανέβηκε στη Serie A το 2020, λέει ότι το μοντέλο προσφέρει επίσης εμπορικές συνεργασίες «αυξάνοντας τη βάση των θαυμαστών και προσελκύοντας τους χορηγούς που θέλουν να έχουν προβολή και δικτύωση σε διαφορετικές αγορές».

Ο πιο διακεκριμένος εκφραστής αυτού του μοντέλου είναι το City Football Group, το οποίο ανήκει κατά 78% στην Abu Dhabi United Group, το 10% στην αμερικανική εταιρεία Silver Lake και το 12% στις κινεζικές εταιρείες China Media Capital και CITIC Capital.

Εκτός από την ιδιοκτησία του 100% των Manchester City, Melbourne City, Montevideo City Torque και Sichuan Jiuniu, η CFG κατέχει επίσης το 80% της New York City FC, το 65% της Mumbai City, το 44% της Girona, το 20% της Yokohama F Marinos, καθώς και πλειοψηφικές μετοχές στο Βέλγιο στη Lommel και στον γαλλικό σύλλογο Troyes AC.

Απώλειες ρεκόρ κατέγραψε ο όμιλος City Football Group

Το άρθρο επισημαίνει πως, αν και οι κανόνες έχουν γίνει αυστηρότεροι σχετικά με τη δυνατότητα μετακίνησης παικτών από το ένα σωματείο στο άλλο σε έναν όμιλο πολλών συλλόγων, υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα σε επίπεδο κλίμακας. «Οι πόροι και τα χρήματα που φέρνει στο τραπέζι το City Football Group παρέχουν την υπομονή και την άνεση που χρειάζονται για την ανώτατη διοίκηση να πάει και να κάνει τη δουλειά της. Ως αποτέλεσμα, είναι ανοιχτοί σε νέες ιδέες όσον αφορά τις αγορές και την τεχνολογία», λέει ο Tsang.

Μπάλα, metaverse και NFT

Τον περασμένο Νοέμβριο αποκαλύφθηκε ότι η Manchester City συνεργαζόταν με τη Sony για να δημιουργήσει μια παγκόσμια κοινότητα θαυμαστών που θα ήταν στο «σημείο αιχμής της αγοράς». Ο σύλλογος είπε ότι η κοινότητα θα είναι εκεί «όπου οι οπαδοί θα μπορούν να αλληλεπιδρούν με τον σύλλογο και μεταξύ τους μέσα σε ένα διαδικτυακό metaverse, που θα είναι μια εικονική αναπαράσταση του σταδίου Etihad». Τον Ιανουάριο, ο CEO της Capital Block, Tim Mangnall, δήλωσε ότι και οι 20 σύλλογοι της Premier League διερευνούσαν την κυκλοφορία NFT.

«Πιστεύω ότι το metaverse και τα NFT θα είναι μεγάλα για το ποδόσφαιρο», λέει ο Tsang. «Υπάρχουν πολλές δυνατότητες και από τις δύο αναπτύξεις, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους συλλόγους και τους παίκτες να αποκομίσουν νέα έσοδα. Πρόσφατα κάναμε μια επένδυση σε μια πλατφόρμα NFT για λάτρεις του ποδοσφαίρου που ονομάζεται fanz.com. Πρέπει να είσαι οραματιστής, για να δεις πώς μπορείς να συνδυάσεις τον πραγματικό κόσμο με τα social media με την ψηφιακή στρατηγική για να το πετύχεις, όπως αυτό που έκανε η Liberty Media με την Φόρμουλα Ένα.

Ωστόσο, πρέπει επίσης να δημιουργήσεις κορυφαίους ποδοσφαιρικούς συλλόγους όπως κάνεις με πολυτελή brands. Εάν δεν φτιάξεις σωστά ένα σύλλογο, μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε μια μαύρη τρύπα για χρήματα, που απαιτεί σταθερή επένδυση μόνο και μόνο για να διατηρήσεις την ιδιοκτησία», προσθέτει.

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Simon Chadwick πιστεύει ότι η πραγματική δύναμη του ποδοσφαίρου έγκειται στα βοηθητικά οφέλη που μπορεί να προσφέρει στους ιδιοκτήτες, στις πολιτικές και επιχειρηματικές σχέσεις που δημιουργούνται μέσω της δικτύωσης στα σαλόνια των διευθυντών και στις σουίτες των VIP.

«Συμβαίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο γύρω από τους συλλόγους της Premier League και τη δύναμη του ποδοσφαίρου γενικότερα, κάτι το οποίο άτομα υψηλής αξίας καταλαβαίνουν και θέλουν να ασχοληθούν μαζί του», λέει.

Για αυτό και ο χορός των δισεκατομμυρίων συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται στο μέλλον, στα ποδοσφαιρικά γήπεδα...

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Τσέλσι: Εγκρίθηκε από την Premier League η μεταβίβαση των μετοχών του Αμπράμοβιτς στον Τοντ Μπόλι

JPMorgan και ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ή «τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι;»

gazzetta
gazzetta reader insider insider