Ε. Χουλιάρα (AstraZeneca) στο Insider: Αναγκαιότητα η στήριξη της καινοτομίας στο Φάρμακο

Έφη Τσιβίκα
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Ε. Χουλιάρα (AstraZeneca) στο Insider: Αναγκαιότητα η στήριξη της καινοτομίας στο Φάρμακο
«Με  τις παρούσες συνθήκες, κάθε άλλο παρά διασφαλίζουμε ότι κάθε ασθενής θα έχει έγκαιρη και απρόσκοπτη πρόσβαση στη βέλτιστη θεραπεία».          

Η AstraZeneca πρωταγωνίστησε στη μάχη που έδωσε η επιστήμη και η καινοτόμος φαρμακοβιομηχανία για να αντιμετωπιστούν οι ιατρικές αλλά και οι κοινωνικές συνέπειές της covid-19, αναφέρει μιλώντας στο Insider, η Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της AstraZeneca Ελλάδας και Κύπρου, Έλενα Χουλιάρα. Μέχρι το 2030, η εταιρία θα έχει διαθέσει ακόμα 20 καινοτόμα φάρμακα στην αγορά, πολλά εκ των οποίων θα είναι φάρμακα ακριβείας. Ωστόσο, όπως τονίζει, η καινοτομία στον τομέα του φαρμάκου στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται έως και εχθρικά, με σημαντικό αντίκτυπο στη φαρμακοβιομηχανία και στους ασθενείς.

Η κ. Χουλιάρα αναφέρεται -μεταξύ άλλων- στις δυσβάχταχτες επιστροφές, με τις οποίες εδώ και μία δεκαετία επιβαρύνονται οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις, επισημαίνοντας ότι η συνταγή για τη λύση αυτής της «εξίσωσης» υπάρχει και είναι γνωστή. Εντούτοις, υπογραμμίζει ότι, παρά την αναγκαιότητα και το κατεπείγον του θέματος, ελάχιστα έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση.

Παράλληλα, μιλάει για τις κλινικές μελέτες και τις κινήσεις που απαιτούνται για την αξιοποίησή τους στη χώρα μας και περιγράφει τις προϋποθέσεις και τα οφέλη ενός μοντέλου αποζημίωσης των φαρμάκων ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους.

Κυρία Χουλιάρα, τα επόμενα χρόνια αναμένονται περισσότερα από 8.000 νέα φάρμακα σε παγκόσμιο επίπεδο. Πώς αντιμετωπίζεται η καινοτομία στην Ελλάδα και ποιος είναι ο αντίκτυπος για τους ασθενείς;

Η καινοτομία, σε όλους τους τομείς, είναι το κύριο μέσο με το οποίο η επιστήμη επιτυγχάνει την πρόοδο. Οι συγκεντρωμένες προσπάθειες επιστημόνων προς έναν κοινό σκοπό είναι αυτό που πρέπει να επιδιώκουμε και να προστατεύουμε. Η καινοτομία ήταν αυτό που μας έφερε μέσα σε πρωτοφανώς σύντομο χρονικό διάστημα εμβόλια για την πρόσφατη πανδημία, που αποτέλεσαν το βασικό όπλο αντιμετώπισής της.

Η καινοτομία, όμως, στον τομέα του φαρμάκου στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται δυστυχώς έως και εχθρικά. Και αυτό, πράγματι, έχει σημαντικό αντίκτυπο, όχι μόνο στην καινοτόμο φαρμακοβιομηχανία, αλλά στους ίδιους τους ασθενείς. Για να το αντιληφθούμε αυτό, ας ρίξουμε μια ματιά στο πού βρισκόμαστε σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

Η επανάσταση της ψηφιοποίησης έχει διαφοροποιήσει τα δεδομένα. Στην AstraZeneca, ήδη το 70% των δραστικών ουσιών των νέων φαρμάκων μας έχει προέλθει με χρήση δεδομένων και τεχνητής νοημοσύνης. Μέχρι το 2030 θα έχουμε διαθέσει ακόμα 20 καινοτόμα φάρμακα – φάρμακα που θα βελτιώσουν ή ακόμη και μπορεί να σώσουν ζωές. Το 90% των φαρμάκων που θα διαθέσουμε στο άμεσο μέλλον θα είναι φάρμακα ακριβείας. Και η επένδυση για να φτάσουμε σε νέα καινοτόμα φάρμακα προφανώς είναι σημαντική. Μόνο το 2021, επενδύσαμε το ένα τέταρτο των συνολικών εσόδων μας, 9,7 δισεκατομμύρια δολάρια στην έρευνα.
Αυτό που καλούμαστε να διασφαλίσουμε είναι άμεση, απρόσκοπτη και έγκαιρη πρόσβαση όλων των ασθενών στα καινοτόμα φάρμακα που χρειάζονται. Δυστυχώς, στην Ελλάδα κινούμαστε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι πρόσφατες αλλαγές στην πολιτική φαρμάκου επιβαρύνουν δυσανάλογα τον τομέα της καινοτομίας. Με τις παρούσες συνθήκες, κάθε άλλο παρά διασφαλίζουμε ότι κάθε ασθενής θα έχει έγκαιρη και απρόσκοπτη πρόσβαση στη βέλτιστη θεραπεία.

Το clawback, από προσωρινό μέτρο, έχει καταστεί πια μία διαχρονική «μάστιγα» για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Την ίδια στιγμή, η μείωσή του αποτελεί έναν από τους στόχους που θέτει το Ταμείο Ανάκαμψης. Ποια είναι η «συνταγή» που θα απαλλάξει τις εταιρίες από τις δυσβάσταχτες επιβαρύνσεις, χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στη φαρμακευτική περίθαλψη των ασθενών;

Έχετε δίκιο. Και επαναλαμβάνω ότι, πέραν της βιωσιμότητας της ίδιας της καινοτόμου βιομηχανίας στην Ελλάδα, το βασικό διακύβευμα είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις βέλτιστες θεραπείες. Το -θεωρητικώς- προσωρινό μέτρο του Clawback έχει φτάσει να γίνει κανονικότητα, επεκτεινόμενο μέχρι το 2025 και δίνοντας στην εκάστοτε κυβέρνηση την επιλογή να μην χρειάζεται να προβεί σε πραγματικά- δίκαια μέτρα εξορθολογισμού της δαπάνης. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το Clawback που αναφέρατε, αποτελεί ένα μέρος των συνολικών επιστροφών που η βιομηχανία καλείται να πληρώσει. Υπάρχουν επιπλέον αυτού, πολυάριθμες και σημαντικές σε μέγεθος επιστροφές μεταμφιεσμένες σε «υποχρεωτικές εκπτώσεις».
Όπως σωστά λέτε, το Ταμείο Ανάκαμψης και η ευρύτερη στοχοθεσία της κυβέρνησης, ζητούν μείωση του Clawback, χωρίς όμως να εξετάζουν το σύνολο των επιστροφών. Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της φαρμακευτικής πολιτικής επικεντρώνονται στο να μετατρέπουν το Clawback σε άλλου είδους επιστροφές, που επιβαρύνουν κυρίως την καινοτόμο φαρμακοβιομηχανία.

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να μειωθεί εικονικά το Clawback, αλλά το σύνολο των επιστροφών που καλείται να πληρώσει η καινοτόμος βιομηχανία συνεχίζει να αυξάνεται.

Φανταστείτε, το 2021 κληθήκαμε ως κλάδος καινοτόμου φαρμάκου να παρέχουμε περίπου 1 στα 2 φάρμακα δωρεάν, ενώ αναμένουμε το 2022 να πληρωθεί μόνο 1 στα 3 φάρμακα. Για να σας δώσω ένα ακριβές παράδειγμα, το 2021 η AstraZeneca συνεισέφερε μέσω επιστροφών 69 εκατ. ευρώ στο ελληνικό σύστημα υγείας και 2.5 εκατ. ευρώ στο ασφαλιστικό σύστημα, σε σύνολο κύκλου εργασιών 131 εκατ. ευρώ, ενώ αναμένουμε χειρότερη εικόνα για το 2022.

Και, βεβαίως, η συνταγή που με ρωτάτε υπάρχει, και είναι γνωστή. Ωστόσο, παρά την αναγκαιότητα και το κατεπείγον του θέματος, ελάχιστα έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση. Σε κρίσιμα ζητήματα όπως ενδεικτικά, o πραγματικός έλεγχος συνταγογράφησης, η εφαρμογή κλειστών πρωτοκόλλων, η δημιουργία & αποτελεσματική λειτουργία μητρώων ασθενών, η αύξηση της διείσδυσης γενοσήμων, με ταυτόχρονη μείωση της τιμής τους κατά τα διεθνή πρότυπα, δεν παρατηρείται πρόοδος.

Παράλληλα, δυστυχώς δεν γίνεται καμία ουσιαστική συζήτηση για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της δημόσιας φαρμακευτικής ανάγκης στην βάση των πραγματικών αναγκών των Ελλήνων ασθενών και για τη στήριξη των νέων καινοτόμων θεραπειών που σώζουν ζωές. Αντίθετα, η καινοτομία επιβαρύνεται δυσανάλογα και πλέον σε επίπεδα που απειλείται άμεσα η βιωσιμότητά της στη χώρα.

Ένα από τα πρόσφατα μέτρα της φαρμακευτικής πολιτικής είναι ο διαχωρισμός της φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ σε φάρμακα υψηλού κόστους και λοιπά φάρμακα. Οι εταιρίες έρευνας και ανάπτυξης κάνουν λόγο για «κινδύνους» τους οποίους εγκυμονεί η εφαρμογή του. Ποιοι είναι αυτοί και πώς μπορούν να περιοριστούν;

Αίτημά μας είναι η δημιουργία ενός, συνολικού προϋπολογισμού για τις δαπάνες φαρμάκου, που θα είναι επαρκής για την κάλυψη των αναγκών των ασθενών στην Ελλάδα και ταυτόχρονη λήψη αποτελεσματικών μέτρων εξορθολογισμού της δαπάνης.

Η ιδέα του διαχωρισμού ενός, κατά κοινή ομολογία, μη επαρκούς προϋπολογισμού σε επιμέρους προϋπολογισμούς με επιμέρους όρια δεν έχει λογική. Πρόκειται για ένα μέτρο που εφαρμόστηκε βιαστικά, χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση, χωρίς ούτε καν να στηρίζεται σε ιστορικά δεδομένα δαπάνης και, ως εκ τούτου, χωρίς καμία λογική επιβαρύνει δυσανάλογα και με δυσθεώρητες επιστροφές τα φάρμακα για τις σοβαρές παθήσεις.

Αποτελεί άλλο ένα μέτρο για την εικονική μείωση του Clawback, με τη μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους των επιστροφών στον τομέα των φαρμάκων που αφορούν σε σοβαρές παθήσεις, χωρίς καμία παράλληλη προσπάθεια για πραγματικά διαρθρωτικά μέτρα εξορθολογισμού της δαπάνης.

Η αποζημίωση φαρμάκων ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους θα μπορούσε να αποτελέσει τη «χρυσή τομή» ανάμεσα στην απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα και την εξοικονόμηση πόρων; Και τι θα σήμαινε μία τέτοια πρακτική για τη φαρμακοβιομηχανία;

Τέτοια μοντέλα αποζημίωσης φαρμακευτικών προϊόντων είναι μία χρυσή τομή για να αποδειχθεί το πραγματικό όφελος που προκύπτει από την χορήγηση συγκεκριμένων σκευασμάτων.

Αφού προηγηθεί μία συμφωνία με την κυβέρνηση, ένα προϊόν μπαίνει σε ένα μοντέλο αποζημίωσης, όπου η εταιρία πληρώνεται μόνο εφ’ όσον αποδειχθεί η θετική έκβαση της θεραπείας.

Για τη θέσπιση τους, απαιτείται συλλογή και οργάνωση συγκεκριμένων δεδομένων, δημογραφικών και κλινικών. Μεγάλο μέρος αυτών συλλέγονται σήμερα, αλλά δεν αξιοποιούνται. Με πρόσβαση σε ανωνυμοποιημένα βεβαίως δεδομένα, μία εταιρία θα μπορούσε να προτείνει στο Υπουργείο Υγείας ένα πρωτοποριακό μοντέλο αποζημίωσης, κοινώς αποδεκτό και επωφελές και για τα δύο μέρη.
Η χρήση τέτοιων συμφωνιών είναι ένας από τους τρόπους να δημιουργηθεί ο χρηματοδοτικός χώρος για την απειλούμενη πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα.

Φορείς και στελέχη του κλάδου χαρακτηρίζουν τις κλινικές μελέτες «ανεκμετάλλευτη ευκαιρία» για τη χώρα μας. Ποιοι είναι οι παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξη του τομέα στην Ελλάδα και ποιες οι προοπτικές της χώρας σε περίπτωση που αντιμετωπιστούν; Έχουν γίνει κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση;

Πράγματι οι κλινικές μελέτες αποτελούν σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα και πεδίο που μπορεί να επιτευχθεί περαιτέρω πρόοδος. Αποτελούν μια διαδικασία με οφέλη για όλους, το κράτος, τις εταιρίες και κυρίως τους ασθενείς. Στην AstraZeneca, αποτελεί θέμα πολύ ψηλά στις προτεραιότητες μας. Έχουμε, εξάλλου, σε λιγότερο από 2 χρόνια «τρέξει» στη χώρα 68 κλινικές μελέτες.

Η αλήθεια είναι πως για πολλά χρόνια το πεδίο δεν ήταν ιδιαίτερα εύφορο ώστε η χώρα μας να προσελκύει τέτοιες μελέτες. Παρατηρούμε όμως τα τελευταία χρόνια μια στροφή της πολιτικής για διευκόλυνση της διαδικασίας και παροχής σχετικών κινήτρων στις εταιρίες και στα δημόσια νοσοκομεία.

Εδώ θα εκφράσω έναν προβληματισμό, καθώς παρατηρούμε ότι από το σύνολο των οικονομικών κινήτρων που παρέχονται στις φαρμακευτικές εταιρείες για επενδύσεις στην Έρευνα και την Ανάπτυξη (R&D), το 95% αποδίδεται σε ελληνικές εταιρίες λόγω κάποιων περιορισμών στο σχεδιασμό του μέτρου που πρακτικά απέκλειαν τις πολυεθνικές από αυτό. Είναι κάτι που όμως το συζητάμε με την κυβέρνηση και ελπίζουμε την επόμενη χρονιά που θα ενεργοποιηθεί το μέτρο να μπορέσουμε να συμμετέχουμε πιο ενεργά.

Η Astra Zeneca μπήκε δυναμικά στη μάχη κατά του κορονοϊού, όντας μία από τις πρώτες εταιρείες που διέθεσαν εμβόλια και στη συνέχεια θεραπείες αντισωμάτων. Διανύοντας πλέον τον 3ο χρόνο της πανδημίας, ποιος είναι ο απολογισμός από την ανταπόκριση σε αυτή τη μεγάλη πρόκληση;

Η AstraZeneca πρωταγωνίστησε στη μάχη που έδωσε η επιστήμη και η καινοτόμος φαρμακοβιομηχανία για να αντιμετωπιστούν οι ιατρικές αλλά και οι κοινωνικές συνέπειές της covid-19. Έτσι πέτυχε άμεσα την παρασκευή και διάθεση εμβολίου, έχοντας έως σήμερα προμηθεύσει χωρίς κέρδος περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια δόσεις, που εκτιμάται ότι μόνο στον πρώτο χρόνο πανδημίας έσωσαν πάνω από 6 εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως. Παράλληλα, προχώρησε στην παρασκευή των μονοκλωνικών αντισωμάτων, τα μοναδικά διαθέσιμα σε επίπεδο πρόληψης για την προστασία των ευάλωτων ομάδων πληθυσμού που δεν ανταποκρίνονται στον εμβολιασμό, διαθέσιμα στη χώρα μας από το καλοκαίρι. Πλέον μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε επίπεδο θεραπείας της νόσου.

Η πανδημία της Covid-19 απέδειξε για ακόμη μία φορά τη δύναμη της επιστήμης, καθώς και την αναγκαιότητα αποτελεσματικών συνεργασιών όλων των φορέων της Υγείας από το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα με στόχο την προώθηση της καινοτομίας και την γρήγορη & σταθερή πρόσβαση κάθε ασθενούς στις νέες θεραπείες και εμβόλια.

Παράλληλα οφείλουμε να εφαρμόζουμε τα διδάγματα της πανδημίας και να εφαρμόσουμε αντίστοιχες πολιτικές για να θωρακίσουμε το σύστημα υγείας ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις μελλοντικές προκλήσεις. Και αυτό προϋποθέτει αποτελεσματικές συνεργασίες. Το σύνολο των φορέων που εμπλεκόμαστε στον κλάδο της Υγείας πρέπει να δουλέψουμε από κοινού. Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, η AstraZeneca ίδρυσε, μαζί με το London School of Economics και το World Economic Forum, τη διεθνή συνεργασία «Partnership for Health System Sustainability and Resilience» (PHSSR). Ξεκίνησε στην καρδιά της πανδημίας, το 2020 και σκοπός της είναι να απαντήσει ακριβώς στο ερώτημα αυτό: υπάρχει τρόπος -και ποιος- να αναδιαρθρώσουμε καλύτερα τα συστήματα υγείας των χωρών για να αντέχουν κλυδωνισμούς και να ανακάμπτουν γρήγορα; Η πρωτοβουλία ήδη εξελίσσεται σε περισσότερες από 20 χώρες, με τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων. Επικεφαλής της μελέτης για την Ελλάδα είναι ο κ. Κώστας Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, πλαισιωμένος από την ομάδα του και επιπλέον 20 κορυφαίους εκπροσώπους του τομέα της υγείας. Σύντομα περιμένουμε τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής, με στόχο να προκύψουν και κυρίως να εφαρμοστούν οι αντίστοιχες βέλτιστες πολιτικές υγείας.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Πώς «πάγωσαν» οι επενδύσεις των πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών στην Ελλάδα

Νέα υποχρεωτική έκπτωση σε φάρμακα με αναδρομική ισχύ

ΣΦΕΕ: Αυξάνεται η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη – Μειώνεται το κρατικό κονδύλι 

gazzetta
gazzetta reader insider insider