Η ομιλία του Μάριο Ντράγκι για την επέτειο ενός έτους από το πόρισμα ανταγωνιστικότητας που εκπόνησε (και σε μεγάλο βαθμό μένει μετέωρο) δεν περιορίστηκε μόνο σε δραματικού ύφους εκκλήσεις προς τα όργανα και τις κυβερνήσεις της ΕΕ για την οικονομία και την αγωνιστικότητα. Πήγε πιο πέρα, προειδοποιώντας πως οι παγκόσμιοι γεωπολιτικοί τριγμοί που βιώνουμε «μας έχουν υπενθυμίσει, με οδυνηρό τρόπο, ότι η αδράνεια απειλεί όχι μόνο την ανταγωνιστικότητά μας, αλλά και την ίδια την κυριαρχία μας».
Πέρυσι ο Ντράγκι υπολόγισε τα χρήματα που χρειάζονται για επενδύσεις που θα καλύψουν το χάσμα ανταγωνιστικότητας. Φέτος, λοιπόν, πρόσθεσε στον λογαριασμό και τις επιπλέον ανάγκες της οικονομίας του πολέμου. Περιέγραψε την τεράστια έκρηξη των αναγκών για αμυντική θωράκιση: οι επιπλέον «ετήσιες επενδυτικές απαιτήσεις για την περίοδο 2025–2031 είναι 1,2 τρισ. ευρώ ετησίως, από 800 δισεκατομμύρια ευρώ πριν από ένα χρόνο!», είπε και «το μερίδιο του δημόσιου τομέα έχει σχεδόν διπλασιαστεί, από 24% σε 43%» δηλαδή ή σε αξία επιπλέον 510 δισ. ευρώ ετησίως. Και αυτό γιατί η άμυνα θα χρηματοδοτείται κυρίως από τα κράτη και τα χρήματα του φορολογούμενου.
Τα στοιχεία προέρχονται από την ΕΚΤ, το προηγούμενο «σπίτι» του Μάριο Ντράγκι και είναι αποκαλυπτικά: η επιπλέον αμυντική δαπάνη που πρέπει να δώσουν τα κράτη είναι σχεδόν διπλάσια από το κόστος για πράσινη μετάβαση. Το πιο σημαντικό είναι όμως πως ενώ στις άλλες επενδύσεις (πράσινες, ψηφιακές κλπ) η κρατική συνεισφορά θα είναι σχεδόν μηδενική ή ελάχιστη (γιατί τα λεφτά θα έρθουν από τα κοινοτικά προγράμματα), στις αμυντικές επενδύσεις ισχύει το αντίστροφο: σχεδόν όλα τα χρήματα θα πρέπει να βγουν από τα κρατικά ταμεία. Η μόνη κοινή «συνδρομή» σε επίπεδο ΕΕ είναι η ρήτρα διαφυγής (που δεν είναι λεφτά αλλά περιθώριο να αυξηθεί και άλλο το χρέος χωρίς κυρώσεις έως το 2029) ή τα δάνεια του SAFE από τα οποία η Ελλάδα ζήτησε (σχετικά) λίγα και στα οποία επιχειρεί η Τουρκία να μετέχει.

Ο Μάριο Ντράγκι συνεχίζει το σκεπτικό του: «Ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος. Ακόμα και χωρίς αυτές τις νέες (αμυντικές) δαπάνες, το δημόσιο χρέος της ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί κατά 10% την επόμενη δεκαετία, φτάνοντας στο 93% του ΑΕΠ με υποθέσεις ανάπτυξης πιο αισιόδοξες από τη σημερινή πραγματικότητα» αναφέρει στην ομιλία του. Επιχειρώντας να ακουστεί σε μία Ευρώπη Βαβέλ με «κυβερνήσεις που δεν έχουν κατανοήσει τη σοβαρότητα της στιγμής».
Ο κόσμος λοιπόν μυρίζει μπαρούτι και στα καθ’ ημάς ο γείτονάς μας βρυχάται, ενώ ακόμη και οι σχέσεις με παραδοσιακούς συμμάχους/ «αδερφούς» δοκιμάζονται. Όσο για την ανάγκη για αμυντικές δαπάνες (που είναι ήδη υπέρογκες), η νέα εξοπλιστική κούρσα έχει ξεκινήσει.
Αλλά, όπως αναφέρει η απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ, η Ελλάδα, προκειμένου να κάνει αυτές τις επιπλέον αμυντικές δαπάνες, θα οδηγηθεί σε υψηλότερο δημόσιο χρέος όταν τελειώσει η περίοδος ευελιξίας (2025-2028). Θα είναι υψηλότερο (εκτιμά) κατά 1,8% του ΑΕΠ και «λόγω της ανωτέρω αύξησης θα απαιτηθεί πιθανώς πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή μετά την περίοδο ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής (το 2029), ώστε να καλυφθούν οι απαιτήσεις του δημοσιονομικού πλαισίου».
Τα μέτρα στήριξης λοιπόν ήδη «γίνονται σφαίρες» και στο μέλλον μπορεί να πρέπει να επιστρέψει η εποχή των «μέτρων προσαρμογής» για να βγει ο λογαριασμός. Γι' αυτό και έχει μεγάλη σημασία το πως σχεδιάζεται η οικονομία του πολέμου, πόσο αποδοτικές είναι οι εξοπλιστικές κινήσεις που θα γίνουν και σε αυτό το πεδίο, αλλά και πως θωρακίζεται συνολικά η Ελλάδα για να μειώνει το χρέος χωρίς άλλες περιπέτειες.
Ο φόρος άμυνας
Να επισημανθεί πως, όσο η κούρσα των αμυντικών εξοπλισμών επιταχύνεται, τόσο η εντείνεται και η ανάγκη για «δημοσιονομική προσαρμογή» και δεν αφορά απαραίτητα την περίοδο από το 2029 και μετά (που λήγει η ρήτρα διαφυγής). Η ΕΚΤ στην μελέτη της που επικαλείται ο Ντράγκι λέει πως οκτώ κράτη μέλη με εύρωστα δημόσια οικονομικά διαθέτουν επί του παρόντος δημοσιονομικά περιθώρια, αλλά σε αυτά τα κράτη δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα (είναι μέσα η Κύπρος).
Η άλλη επιλογή είναι η παράταση στα 7 έτη του πολυετούς προϋπολογισμού (που δεν ξέρουμε όμως πως θα το εκλάβουν οι αγορές), ο πρόσθετος δανεισμός (που επίσης χτυπά στο χρέος) ή η «κλασική» δημοσιονομική πολιτική: μείωση άλλων δαπανών ή αύξηση φόρων.
Η ΕΚΤ συστήνει τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών (με επισκοπήσεις δαπανών, αύξηση αποτελεσματικότητας δημοσίου ή καταπολέμηση της διαφθοράς) εκτιμώντας πως «προσφέρουν ορισμένες δυνατότητες δημοσιονομικής βελτιστοποίησης». Προτείνει επίσης σταδιακή κατάργηση των αναποτελεσματικών επιδοτήσεων που δεν ευθυγραμμίζονται με τις προτεραιότητες της ΕΕ, όπως οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων. Εναλλακτικά προτείνει επιπλέον ad hoc έσοδα, όπως έναν ειδικό φόρο στην άμυνα!
Η ΕΚΤ παραδέχεται βέβαια πως «πολλά κράτη μέλη της ΕΕ καταβάλλουν ήδη σημαντικές προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης λόγω των υψηλών επιπέδων δημόσιου χρέους τους και, από το 2029, η επιβάρυνση θα επιδεινωθεί περαιτέρω από τις πρόσθετες δημοσιονομικές προσαρμογές που απαιτούνται στο τέλος της περιόδου της ρήτρας διαφυγής αμυντικών δαπανών». Επιπλέον, τα περιθώρια ελιγμών περιορίζονται περαιτέρω από άλλες απειλές που επιβαρύνουν τους εθνικούς προϋπολογισμούς όπως η γήρανση του πληθυσμού.
