Υπό αμφισβήτηση η ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών

Viber Whatsapp Μοιράσου το
Υπό αμφισβήτηση η ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών

Μια επιστολή που έγραψε ο Πάτρικ Μακ Χένρι στη Τζάνετ Γέλεν αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά σύμβολα των αλλαγών που επίκεινται να συντελεστούν στο φιλελεύθερο οικονομικό μας σύστημα.

Ο αντιπρόεδρος της επιτροπής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ με επιστολή του έθεσε στο τραπέζι το θέμα του δικαιώματος της προέδρου της Fed να διαπραγματεύεται κανόνες χρηματοπιστωτικής σταθερότητας «μεταξύ γραφειοκρατών του πλανήτη στο εξωτερικό… χωρίς την εξουσία να το κάνει». Αυτή η κίνηση αποτελεί μια από τις λίγες μέχρι τώρα αντιδράσεις κατά της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.

H επιστολή θέτει δύο θέματα. Το πρώτο αφορά στο κατά πόσο οι πολιτικές συνθήκες ευνοούν τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας στις ΗΠΑ και παγκοσμίως και αν αυτό συμβαίνει, ποιος τελικά θα ήταν ο σκοπός της.

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα θα ήταν «και ναι και όχι». Οι προϋποθέσεις για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας δεν ισχύουν πλέον σε όλες τις χώρες και σε όποιες ισχύουν θα έπρεπε κανείς να διασφαλίσει ότι η ανεξαρτησία «εγκυβωτίζεται» στις εντολές της τράπεζας.

Οι εντολές αυτές (mandate) διαφέρουν ανάλογα με τις αρμοδιότητες. Ο ρόλος της Fed βάσει του καταστατικού της ορίζεται ως η μεγιστοποίηση της απασχόλησης, η εξασφάλιση της σταθερότητας στις τιμές και η μετριοπαθής πολιτική επιτοκίων. H πρωταρχική εντολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είναι να επιτευχθεί σταθερότητα των τιμών ενώ η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας αποβλέπει σε ένα συγκεκριμένο στόχο πληθωρισμού.

Οφείλουμε να θυμόμαστε ότι η ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών δεν αποτελεί τη φυσική τάξη πραγμάτων. Μέχρι πρότινος, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούσαν κρατικές υπηρεσίες και ακολουθούσαν πολιτικές οδηγίες, συνήθως από τον υπουργό Οικονομικών. Την ανεξαρτησία τους την απέκτησαν ύστερα από μια περίοδο αστάθειας των τιμών τις δεκαετίες 1970-1980,όταν προέκυψε ομοφωνία μεταξύ αρκετών κρατών για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος μιας κεντρικής τράπεζας.

Στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και την ΗΠΑ, αυτή η συναίνεση εξακολουθεί να υπάρχει. Ωστόσο, η επιστολή του κ. Μακ Χένρι μαρτυρά ότι η υποστήριξη της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών με την ευρύτερη έννοια, δεν είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν κάποτε.

Αν σχεδόν όλοι συμφωνούν για τον στόχο μιας τεχνικά πολύπλοκης πολιτικής, τότε τα επιχειρήματα υπέρ της ανεξαρτησίας μιας κεντρικής τράπεζας ισχύουν και πρέπει να αφήσουμε την εφαρμογή της πολιτικής στους «ειδικούς».

Όταν η συναντίληψη για τους στόχους της νομισματικής πολιτικής παύει να υφίσταται , η έννοια της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας δεν είναι τόσο εύκολο να την υπερασπιστεί κάποιος με βάσει τους δημοκρατικούς όρους.

Η κατάσταση στις ΗΠΑ διαφέρει από αυτή στην Ευρώπη σε ένα βασικό παράγοντα: ο στόχος της νομισματικής πολιτικής είναι μια πολύ ευρύτερη έννοια.

Σε κάποιο βαθμό, αυτό κάνει ευκολότερη την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας. Ο στόχος είναι τόσο διευρυμένος που είναι δύσκολο να προβάλει κάποιος διαφωνία. Αλλά τι συμβαίνει όταν οι στόχοι είναι αντικρουόμενοι;

Ο Ότμαρ Ισσινγκ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, υποστήριξε ότι η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας είναι πολιτικά δικαιολογημένη, μόνο όταν στοχεύει σε μια συγκεκριμένη πολιτική μεταβλητή, τη σταθερότητα των τιμών στην περίπτωση της ΕΚΤ.

Η ύπαρξη δύο στόχων υποδηλώνει ότι πρέπει να γίνουν συμβιβασμοί, κάτι που αποτελεί βασικό πολιτικό στόχο. Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας απαιτεί κάτι περισσότερα από μια ευρεία συμφωνία. Για παράδειγμα, απαιτείται να υπάρχει και συμφωνία για το τι πραγματικά σημαίνει σταθερότητα τιμών. Αυτό το θέμα είναι αμφιλεγόμενο στην ευρωζώνη όπου η

Αυτό που απαιτεί επίσης είναι ένας βαθμός συμφωνίας ως προς το τι η σταθερότητα τιμών, για παράδειγμα, σημαίνει πραγματικά. Αυτό είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο θέμα στην ευρωζώνη, όπου η Γερμανία δεν δέχτηκε ποτέ τον στόχο της ΕΚΤ για ετήσιο πληθωρισμό «κοντά αλλά κάτω από το 2%».

Ένας στόχος για τον πληθωρισμό γύρω στο 2% είναι σήμερα ευρέως αποδεκτός μεταξύ των κεντρικών τραπεζών. Αλλά κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της χρυσής εποχής των κεντρικών τραπεζών, ανεξάρτητοι οικονομολόγοι διαφώνησαν για τους συμβιβασμούς μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού.

Από τότε το επάγγελμα συγκλίνει σε μια δέσμη νέων πεποιθήσεων. Ένας χαμηλός αλλά θετικός πληθωρισμός στις μέρες μας θεωρείται ότι συμφωνεί με τη μέγιστη απασχόληση.

Ο Γάλλος οικονομολόγος Ολιβιέ Μπλανσάρ περιγράφει αυτή τη συμφωνία ως «θεία σύμπτωση». Ωστόσο, σε αυτά τα οικονομικά μοντέλα, η έννοια της εμπιστοσύνης είναι τόσο αδύναμη όσο και η στήριξη στην ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών.

Το ζήτημα δεν είναι εάν έχει δίκιο ή όχι ο Μακ Χένρι. Το πραγματικό θέμα είναι ότι ένα γράμμα όπως το δικό του μας λέει ότι τα θεμέλια της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών δεν είναι τόσο ισχυρά όσο στο παρελθόν.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider