Οι αντοχές των δημοκρατικών θεσμών, της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος

Ξενοφών Γιαταγάνας
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Οι αντοχές των δημοκρατικών θεσμών, της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος

Η εξέταση του ζητήματος αρθρώνεται γύρω από τρεις βασικούς άξονες: τους λόγους για τους οποίους δεν υπήρξαν ποτέ ισχυροί θεσμοί στην Ελλάδα, με κυρίαρχη αιτία την απουσία αισθήματος δημοσίου γενικού συμφέροντος μεταξύ των πολιτών, την αυξανόμενη τάση της κοινωνίας να εξοικειώνεται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ευτελισμού των θεσμών και τις επιθέσεις εναντίον τους, καθώς και την αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να συνεννοηθούν με στόχο την απόκρουση των επιθέσεων αυτών, την πάταξη της ανομίας που τις υποθάλπει και την αποτελεσματική προστασία θεσμών και πολιτών. Διαπιστώνεται ότι, μέσα στο κλίμα αυτό, οι αντοχές των δημοκρατικών θεσμών, της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος εξαντλούνται με ταχύ ρυθμό. Το απαισιόδοξο συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι, εφόσον δεν εκδηλωθεί συνολική και εντατική προσπάθεια ανάταξης της κατάστασης που τείνει να επικρατήσει, οι αντοχές θα εξανεμιστούν με αποτέλεσμα μια γενικότερη αποσταθεροποίηση, που θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα.

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία οκτώ χρόνια της κρίσης και των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, οι δημοκρατικοί θεσμοί, η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα έχουν δοκιμαστεί σκληρά. Αρκεί, τελείως ενδεικτικά, να αναφέρουμε την επίθεση στις ανεξάρτητες αρχές που εγκαινιάστηκε με την δικαστική δίωξη του Κου Γεωργίου, την εξάντληση των πολιτών από μια διαρκή πολιτική λιτότητας και τον εκ θεμελίων συγκλονισμό πολιτικών κομμάτων με αιχμή την καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, που κλήθηκε πρώτο να αντιμετωπίσει την δεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα.

Είναι πεποίθησή μου ότι η γενικευμένη αυτή δοκιμασία, κορυφώθηκε σε όλες της τις πτυχές τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και πάλι ενδεικτικά αναφέρουμε τις υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών και της Νοβάρτις, την κατά μέτωπο επίθεση στην δικαιοσύνη, την οξύτητα της πολιτικής αντιπαράθεσης μέχρι πλήρους περιφρόνησης της αντιπολίτευσης καθώς και την απόγνωση των πολιτών μπροστά στα απανωτά ψεύδη της κυβέρνησης και στην αδυναμία τους να έχουν στοιχειώδη πληροφόρηση σχετικά με το τί τους περιμένει.

Κατά τη γνώμη μου όλα τα παραπάνω εικονογραφούν τον εύθραυστο και ευάλωτο χαρακτήρα των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα. Το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές. Έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία και στα άτομα που την απαρτίζουν. Οι θεσμοί γενικά θέτουν στο επίκεντρο της στόχευσής τους το δημόσιο συμφέρον. Αποστολή τους είναι να το υπηρετούν προς όφελος του συνόλου. Στη χώρα μας όμως το γενικό δημόσιο συμφέρον δεν υπήρξε ποτέ έννοια οικεία και φιλική προς τους πολίτες. Τούτο δεν οφείλεται μόνο στο ότι η χώρα δεν γνώρισε την αναγέννηση και τον διαφωτισμό, ούτε καν στο ότι η πέντε αιώνων τουρκοκρατία καλλιέργησε στην κοινή συνείδηση μια έντονη καχυποψία και εχθρότητα απέναντι στην οργανωμένη διοίκηση του κράτους. Οφείλεται κυρίως στην ιδιοσυγκρασία του λαού, που βασίζεται στο ιδιωτικό στοιχείο, στην οικογένεια και στον κλειστό κύκλο συγγενών και φίλων. Δεν πρόκειται για κάποιον δημιουργικό ατομισμό, που κατευθύνεται, έστω και έτσι, προς την πρόοδο και την προκοπή μέσα και δια της λειτουργίας του στο κοινωνικό σύνολο, αλλά για μια εγωκεντρική και περιορισμένη ατομικότητα, που ενδιαφέρεται μόνο για τα άμεσα συμφέροντα της ομάδας και αδιαφορεί για ό, τι συμβαίνει στον περίγυρό της, αν δεν προσπαθεί να τον εκμεταλλευτεί και να αποκομίσει οφέλη ακόμα και από την συντριβή του.

Η αδιαφορία των νεοελλήνων για το δημόσιο συμφέρον είναι πανταχού παρούσα: είναι ιδιαίτερα ορατή στην κατάντια του δημόσιου χώρου και της δημόσιας περιουσίας. Παντού στις πόλεις κακοποιημένα κτήρια, ξηλωμένοι πάγκοι και πεζοδρόμια, βανδαλισμοί στα μέσα συγκοινωνίας, αδιάβατα πάρκα, ρυπαρές πανεπιστημιακές αίθουσες και κρατικές υπηρεσίες. Ό,τι συμβαίνει έξω από τα σπίτια μας είναι αδιάφορο. Και τούτο πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με την εξώφθαλμη περιφρόνηση των ίδιων νεοελλήνων απέναντι στους στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, που θέτουν οι θεσμοί και υποτίθεται ότι μεριμνούν για την τήρησή τους: από την συμμόρφωση στους κανόνες της οδικής ασφάλειας, μέχρι την στοιχειώδη προστασία του περιβάλλοντος, περνώντας από μια γενικευμένη σχεδόν άρνηση πληρωμής στοιχειωδών υποχρεώσεων.

Είναι προφανές ότι αυτή η ψυχοσύνθεση δεν ευνοεί την ομαλή λειτουργία δημοκρατικών θεσμών. Αντίθετα, όταν αυτοί υπάρχουν και προσπαθούν να εδραιωθούν στην κοινωνία, η στάση αυτή των πολιτών τους υπονομεύει και τους καθιστά πολλές φορές ανενεργούς μέχρι την πλήρη απαξίωσή τους και την περιέλευσή τους σε αχρησία.

Τα παραπάνω αντανακλαστικά οξύνθηκαν και έφθασαν σε οιονεί παροξυσμό κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η κατάσταση ανάγκης στην οποία βρέθηκε η χώρα και ο περιορισμός της περιρρέουσας ευμάρειας των τελευταίων δεκαετιών, ενέτεινε την εγγενή καχυποψία απέναντι στους θεσμούς και στα κόμματα της μεταπολίτευσης, που εκφράστηκε συχνά βίαια στον δημόσιο χώρο, μέσα κυρίως από το κίνημα των λεγόμενων αγανακτισμένων, στο οποίο συμμετείχαν ενεργά και στελέχη της σημερινής κυβέρνησης. Φτάσαμε μάλιστα μέχρι του σημείου να τεθεί σε αμφισβήτηση ή ίδια η λειτουργία του Κοινοβουλίου με το αλήστου μνήμης σύνθημα «να καεί, να καεί το μπορντέλο η Βουλή». Η εκ γενετής αδυναμία των θεσμών, απέκτησε κατά τη διάρκεια της κρίσης και επίκτητα χαρακτηριστικά, που μείωσαν ακόμα περισσότερο την αντοχή τους σε βαθμό ανησυχητικό.

Η σημερινή κυβέρνηση φέρει την κύρια ευθύνη. Αφού αναρριχήθηκε στην εξουσία με πρωτοφανή ψέματα και συνεχή κατασυκοφάντηση των πολιτικών της αντιπάλων, προσπάθησε να καθυποτάξει τους θεσμούς (δικαιοσύνη, ΜΜΕ), και όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό, να εξοντώσει τους εκπροσώπους τους, όπως ανάγλυφα έγινε φανερό με την ΤτΕ και τον Γ. Στουρνάρα. Στην συνεχή απαξίωση των θεσμών διαδραματίζει καίριο ρόλο η ανοχή απέναντι σε κάθε είδους ανομία, την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανήγαγε σε βασικό όχημα άσκησης της εξουσίας της. Διατυπώνοντας συνεχώς έναν διχαστικό λόγο και διακρίνοντας την βία σε καταδικαστέα και μη, επέτρεψε και συνεχίζει να επιτρέπει σε κάθε λογής συλλογικότητες να παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους υποστηρίζοντας δήθεν καταπατημένα λαϊκά συμφέροντα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο συνταγματολόγος και σημερινός υπουργός Κατρούγκαλος έχει και επιστημονικά στηρίξει την θέση αυτή, όταν υποστήριζε σθεναρά μεταξύ 2010 και 2014 ότι η δημοκρατία έχει καταλυθεί και νομιμοποιείται επομένως η άσκηση του δικαιώματος αντίστασης κατά το άρθρο 120 του Συντάγματος. Σήμερα βέβαια η άποψη αυτή είναι δυσκολότερα υποστηρίξιμη, εξακολουθεί όμως να διατηρείται ζωντανή στο όνομα της δράσης εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών, που πρέπει να παταχτούν. «Ή τους τελειώνουμε, ή μας τελειώνουν», ήταν η ρήση του πρωθυπουργού κατά την έναρξη της θητείας του. Αν σ’αυτό προστεθεί η οικονομική καταρράκωση της μεσαίας τάξης και η άσκηση κοινωνικής πολιτικής μέσω επιδομάτων, γίνεται εμφανές ότι οι κρατούντες έχουν σκοπό να οδηγήσουν το κράτος και την κοινωνία σε πλήρες τέλμα, στα θολά νερά του οποίου είναι πιο εύκολο να επιπλεύσουν.

Εκείνο που με ανησυχεί προσωπικά ακόμα περισσότερο είναι η τουλάχιστον φαινομενική –θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι πραγματική- αδιαφορία της κοινωνίας απέναντι στην κατάσταση που διαμορφώνεται. Θα την όριζα καλλίτερα ως παθητική στάση απέναντι στο χάος που τείνει να μας κυριεύσει καθημερινά. Δεν προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, από την σιωπηρή έστω αποδοχή της κατάστασης, αλλά από αυτό που η Χάννα Άρεντ ονόμασε παλιότερα «εξοικείωση με το κακό» (banalisation du mal), με την αίσθηση τελικά ότι κάτι που γενικεύεται επαναλαμβανόμενο δεν μπορεί παρά να είναι φυσιολογικό. Αυτή η ψυχολογία που οδήγησε άλλοτε στην σιωπή του γερμανικού λαού απέναντι στο ολοκαύτωμα, κινδυνεύει και σήμερα στη χώρα μας να οδηγήσει σε μια παθητική έγκριση, ή τουλάχιστον σιωπηρά ανοχή, απέναντι στην καταστροφή που προετοιμάζεται.

Με τον τρόπο αυτό, η εγγενής αδυναμία των θεσμών στην Ελλάδα, σε συνθήκες εξαθλίωσης και απονεύρωσης της κοινωνίας, με την συνενοχή ενός πολιτικού συστήματος που κατασπαράσσεται σε οιονεί εμφυλιοπολεμική κατάσταση, οδηγεί το σύνολο των δυνάμεων της χώρας σε εξάντληση και προοπτικά σε πλήρη αποχαύνωση, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται μια τέτοια γενικευμένη συγκυρία. Όπως και να έχουν τα πράγματα, τίποτα το θετικό δεν μπορεί να προκύψει. Αντίθετα, ο τόπος διολισθαίνει αργά αλλά σταθερά προς μια παρακμιακή ανεπίστρεπτη κατεύθυνση, όπου και τα χειρότερα ακόμα δεν μπορούν να αποκλειστούν.

Κατά τη γνώμη μου, το πρόσφατο περιστατικό των προπηλακισμών εναντίον του Γιάννη Μπουτάρη, σκηνοθετεί και τους τρεις παράγοντες, δημοκρατικούς θεσμούς, κοινωνία και πολιτικό σύστημα, δείχνοντας ανάγλυφα την παρακμή και το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνται. Ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης είναι ο εκλεγμένος ενσαρκωτής ενός βασικού θεσμού του κράτους, που δέχεται απροκάλυπτη και βίαιη επίθεση από δήθεν αγανακτισμένους πολίτες, οι οποίοι θεωρούν ότι κατέχουν την αλήθεια και ότι ο θεσμός προδίδει τα ιερά και τα όσια των πιστεύω τους. Και η επίθεση του Ρουβίκωνα στο ΣτΕ είχε αντίστοιχα χαρακτηριστικά.

Η κοινωνία παρίσταται στα γεγονότα απαθής. Σχεδόν κανείς δεν σπεύδει να υπερασπιστεί τον Δήμαρχο, ακόμα και όταν βρίσκεται καταγής κινδυνεύοντας την σωματική του ακεραιότητα ή και την ίδια του τη ζωή. Παρευρίσκεται σε ένα θέαμα που έχει ξαναδεί, στους δρόμους, στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες, στα συμβολαιογραφεία, στις πρεσβείες, ακόμα και στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας και το οποίο προσλαμβάνει ως εκ τούτου διαστάσεις κανονικότητας. Συγχρόνως, η αστυνομία, ένας άλλος θεσμός που αποστολή έχει την πάταξη της ανομίας και την τήρηση της τάξης, είναι απούσα. Στην καλλίτερη περίπτωση παρακολουθεί άπραγη τα τεκταινόμενα στα πλαίσια μιας δήθεν κατευναστικής πολιτικής που στοχεύει στην μη κλιμάκωση της βίας. Η πείρα όμως δείχνει ήδη ότι αυτή η στρατηγική (αν είναι τέτοια), συμβάλλει στην επέκταση και εντατικοποίηση της ανομίας. Η παραίτηση του κράτους από την άσκηση της νόμιμης βίας, της οποίας διαθέτει το μονοπώλιο, οδηγεί στην αποχαλίνωση της παράνομης βίας.

Τα πολιτικά κόμματα τέλος, όλο το πολιτικό σύστημα, την επαύριο του γεγονότος, αντί να καταδικάσει σύσσωμο και χωρίς υποσημειώσεις το περιστατικό, αντί να φοβηθεί και να ενεργοποιήσει τα αμυντικά του αντανακλαστικά, αντί ενωμένο να σχεδιάσει την έξωση των κουκουλοφόρων από το Πολυτεχνείο και τα Εξάρχεια, αντί να οδηγήσει τους παντοειδείς Ρουβίκωνες στη φυλακή, αντί να τελειώνει με τις δίκες της Χρυσής Αυγής, αντί δηλαδή να κηρύξει πανστρατιά για την εμπέδωση της νομιμότητας και της ασφάλειας στον τόπο και στην κοινωνία, ασχολείται με την επίρριψη των ευθυνών στην αντίπαλη παράταξη. Και είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι η βασική υπεύθυνη, η κυβέρνηση, καταφέρνει επικοινωνιακά, βοηθούντων και ορισμένων ανεγκέφαλων της αντιπολίτευσης, που όμως αυτή αδυνατεί να αποτινάξει από το σώμα της (εννοώ τον καμπόσο Δήμαρχο Άργους κύριο Καμπόσο), να αντιστρέψει σχεδόν το κλίμα και να στρέψει την συζήτηση προς τον κίνδυνο μόνο της ακροδεξιάς.

Ο Μάνος Χατζηδάκης, σε μια χιλιοειπωμένη, αλλά εξίσου δυνατή φράση, είχε προχωρήσει την ρήση της Χάννα Άρεντ μέχρι τις ακραίες συνέπειές της: «όταν έχουμε δει την μορφή του τέρατος και δεν έχουμε φοβηθεί, σημαίνει ότι αρχίζουμε να του μοιάζουμε».

Θα καταλάβατε ότι δεν είμαι αισιόδοξος. Οι αντοχές των δημοκρατικών θεσμών, της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος εξαντλούνται ταχύτατα. Και αν δεν υπάρξει άμεση αντίσταση και αναστροφή πορείας, γρήγορα θα στερέψουν. Και τότε, αλλοίμονό μας.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider