Αργείτης (ΙΝΕ ΓΣΕΕ): Χρειαζόμαστε ένα ισχυρό σοκ απασχόλησης

Κώστας Κετσιετζής
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Αργείτης (ΙΝΕ ΓΣΕΕ): Χρειαζόμαστε ένα ισχυρό σοκ απασχόλησης

Η συνέχιση της ίδιας πολιτικής με ή δίχως τον μανδύα του Μνημονίου περιορίζει τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη, σημειώνει ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ κ. Γιώργος Αργείτης τονίζοντας παράλληλα ότι το σημερινό της επίπεδο της οικονομίας δεν θα πρέπει να το θεωρήσουμε διατηρήσιμο αν δεν υπάρξει ένα «ισχυρό σοκ απασχόλησης και εισοδημάτων στην οικονομία».

Μιλώντας στο insider.gr o κ. Αργείτης εκτιμά ότι τα νέα μέτρα λιτότητας που δεσμεύουν τη χώρα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος και οι περικοπές επιδομάτων που θα γίνουν στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης θα συμπιέσουν περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση.

Ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ παρουσιάζοντας τα στοιχεία της Ενδιάμεσης Έκθεσης για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση σημειώνει ότι η «δική μας άποψη είναι ότι δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις μετάβασης της οικονομίας σε μια σταθερή και ενδογενώς διατηρήσιμη δυναμική». «Εμείς δεν υιοθετούμε την εκτίμηση της κυβέρνησης, η οποία συστηματικά καλλιεργεί μια υπεραισιόδοξη εικόνα για να κρύψει την επιθετική πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας που εφαρμόζει προκειμένου να δημιουργήσει πρωτογενή πλεονάσματα», προσθέτει.

Η κυβέρνηση δημιουργεί σιγά σιγά ένα δικό της success story, μάλιστα το υπουργείο Οικονομίας παρουσίασε πρόσφατα ένα δελτίο στο οποίο ανέφερε ότι πολλά θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας έχουν βελτιωθεί. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη;

Αν πράγματι έχουν βελτιωθεί τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, τότε η ασκούμενη οικονομική πολιτική είναι και η κατάλληλη και αποτελεσματική. Η φιλοσοφία όλων των Μνημονίων, και του τρίτου, πατάει πάνω στη συντηρητική οικονομική σκέψη η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογική φαρέτρα της Δεξιάς. Η Αριστερά χρησιμοποιεί τα εργαλεία ανάλυσης της προοδευτικής οικονομικής σκέψης για να αναδείξει το έλλειμμα ρεαλισμού και αποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Συνεπώς, η κυβέρνηση είτε υιοθετεί την ασκούμενη οικονομική πολιτική, την οποία θεωρεί αποτελεσματική και πετυχημένη, οπότε ιδεολογικά ταυτίζεται πλέον με τη Δεξιά, είτε εφαρμόζει αυτή την πολιτική για να χτίσει το δικό της success story στο όνομα ενός δήθεν πραγματισμού για την έξοδο της χώρας από την κρίση, ενισχύοντας ωστόσο από τη μια πλευρά την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία αυτής της οικονομικής πολιτικής και από την άλλη τις αυταπάτες για την «αποτελεσματικότητά της».

Εμείς δεν υιοθετούμε την εκτίμηση της κυβέρνησης, η οποία συστηματικά καλλιεργεί μια υπεραισιόδοξη εικόνα για να κρύψει την επιθετική πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας που εφαρμόζει προκειμένου να δημιουργήσει πρωτογενή πλεονάσματα. Στον δημόσιο διάλογο δίνεται έμφαση στην υπερφορολόγηση που έχει επιβάλει η κυβέρνηση όμως έχουν γίνει και μεγάλες μειώσεις δαπανών, κυρίως κοινωνικών δαπανών, επί των ημερών της. Η δική μας άποψη είναι ότι δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις μετάβασης της οικονομίας σε μια σταθερή και ενδογενώς διατηρήσιμη δυναμική. Η οικονομία είναι εξαρτημένη από εξωτερικές διαδικασίες δημιουργίας εισοδημάτων, όπως οι ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές. Πρακτικά όμως μόνο οι ξένες επενδύσεις μπορούν να έχουν επεκτατικό αποτέλεσμα, δεδομένης της διαρθρωτικής-παραγωγικής ανεπάρκειας της οικονομίας, που περιορίζει την προοπτική μιας σημαντικής αύξησης των εξαγωγών και καθιστά την εγχώρια δαπάνη εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Οι παρεμβάσεις και τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας που προβλέπονται θα υπονομεύσουν περαιτέρω την ενδογενή δυνατότητα της οικονομίας να υπερβεί τη στασιμότητά της και θα την καταστήσουν απολύτως εξαρτημένη από τις ξένες επενδύσεις. Η συνέχιση της ίδιας πολιτικής –με ή δίχως τον μανδύα του Μνημονίου–, η ενδογενής ανεπάρκεια της οικονομίας ως συνέπεια των Μνημονίων και η ολική εξάρτηση της οικονομίας από τις ξένες επενδύσεις θα δημιουργήσουν σημαντικούς περιορισμούς στον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής τα αμέσως επόμενα χρόνια και υψηλή αβεβαιότητα ως προς τη διατηρησιμότητα της οικονομικής δυναμικής της χώρας.

Πόσο μεγάλη είναι τελικά η ζημιά που έχει γίνει στην ελληνική οικονομία από το 2010 και μετά;

Η ζημιά είναι πολύ μεγάλη τόσο σε όρους πραγματικών οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων όσο και στο πεδίο των δυνητικών δυνατοτήτων της χώρας. Θα αναφερθώ σε ορισμένες από αυτές, η καθεμία από τις οποίες προκαλεί σωρευτικές επιπτώσεις σε άλλα οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη. Πρώτον, η δραματική αύξηση της ανεργίας όπου, αν συμπεριλάβουμε στο επίσημο ποσοστό τα πολύ υψηλά ποσοστά της υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (από 99 χιλιάδες εργαζομένους το 2008 σε 267 χιλιάδες το 2017), και των απογοητευμένων ανέργων, που επίσης υπερτριπλασιάζεται (από 37 χιλιάδες σε 109 χιλιάδες) την αντίστοιχη περίοδο, τότε στο β’ τρίμηνο του 2017 το ποσοστό της ανεργίας κυμαινόταν στο 28,7%. Δεύτερον, η αποεπένδυση που έχει συμβεί. Οι επενδύσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο κατά 63% χαμηλότερο από αυτό του α’ τριμήνου του 2008. Τρίτον, η μείωση της κατανάλωσης η οποία έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο του α’ τριμήνου του 2008. Το σημερινό της επίπεδο δεν θα πρέπει να το θεωρήσουμε διατηρήσιμο αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό σοκ απασχόλησης και εισοδημάτων στην οικονομία. Τα νέα μέτρα λιτότητας που δεσμεύουν τη χώρα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος και οι περικοπές επιδομάτων που θα γίνουν στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης θα συμπιέσουν περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση. Τέταρτον, η απόκλιση μεταξύ κατανάλωσης και διαθέσιμου εισοδήματος και η αρνητική νέα αποταμίευση των νοικοκυριών είναι ένας αποσταθεροποιητικός μακροοικονομικός μετασχηματισμός με αρνητικές επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τέλος, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση που είχαμε κάνει ως ΙΝΕ ΓΣΕΕ ότι οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης έχουν ως συνέπεια την ενίσχυση δραστηριοτήτων χαμηλής τεχνολογικής έντασης στη μεταποίηση με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Ποιες είναι οι επιχειρήσεις και οι κλάδοι που έχουν χτυπηθεί περισσότερο και ποιοι δείχνουν αντοχές στην κρίση;

Όσον αφορά την παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας παρατηρούμε μια αναβάθμιση του αγροτικού τομέα, καθώς η συμβολή του στο συνολικό παραγόμενο προϊόν αυξάνεται κατά 28,2%. Η βιομηχανία υποβαθμίζεται κατά 7,9% και το προϊόν της το 2016 αντιστοιχεί πλέον στο 15,8% της συνολικής παραγωγής, λόγω κυρίως της συρρίκνωσης του τομέα των κατασκευών. Η συμβολή του τομέα των υπηρεσιών διατηρείται στο αξιοσημείωτα υψηλό ποσοστό του 80,0%. Οι κλάδοι των υπηρεσιών που βελτιώνουν τη συμβολή τους στην παραγωγική διάρθρωση της χώρας είναι οι «Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες» και «Εμπόριο, μεταφορές, καταλύματα και εστίαση». Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η εικόνα αυτή δεν είναι το αποτέλεσμα μετασχηματισμού στο πλαίσιο μιας διαδικασίας δυναμικής μεγέθυνσης, αλλά συνέπεια της σχετικής προσαρμογής τους στην κατάρρευση της εγχώριας δραστηριότητας. Συνεπώς, στη διάρκεια της κρίσης δεν παρατηρείται κάποια ουσιαστική αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος. Η απόλυτη κυριαρχία του τομέα των υπηρεσιών στο αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδας συνεχίζεται και είναι αυτή που συντηρεί την ενδογενή αδυναμία της οικονομίας να πετύχει διατηρήσιμα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο.

Τι είδους επενδύσεις χρειάζεται η χώρα; Και πώς μπορούμε να τις προσελκύσουμε;

Αν δούμε τον χάρτη της κατανομής των επενδύσεων, θα διαπιστώσουμε ότι στον τομέα της μεταποίησης οι όποιες νέες επενδύσεις κατευθύνονται σε δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από χαμηλή και χαμηλή προς μέση τεχνολογία. Παρατηρείται μείωση του ποσοστού των επενδύσεων στους κλάδους μέσης προς υψηλή τεχνολογίας (-16%) και υψηλής τεχνολογίας (-29,8%). Αυτή είναι η εικόνα μιας οικονομίας που είναι εγκλωβισμένη σε παραγωγικό/ανταγωνιστικό αδιέξοδο και που θα είναι διαχρονικά εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγική ανασυγκρότηση αν δεν αλλάξει η παραπάνω κατάσταση με ενίσχυση των επενδύσεων στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Στον τομέα των υπηρεσιών εμφανίζεται μετατόπιση της επενδυτικής δραστηριότητας από τον μη αγοραίο τομέα προς τον αγοραίο τομέα και σε υπηρεσίες υψηλής έντασης γνώσης με αιχμή τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, της πληροφορικής, της διαφήμισης και της έρευνας αγοράς.

Στο πεδίο της προσέλκυσης νέων επενδύσεων η κυρίαρχη προσέγγιση στον δημόσιο διάλογο εκφράζει περισσότερο ιδεολογικές προκαταλήψεις. Η κυρίαρχη ιδέα είναι ότι, αν μειώσουμε τους φόρους, η Ελλάδα θα γίνει επενδυτικός παράδεισος. Η ιδέα αυτή είναι η ουσία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη χιλιάδες μελέτες που δείχνουν ότι οι προσδιοριστικοί παράγοντες της επένδυσης είναι πολλοί και απλώνονται μεταξύ της βιομηχανικής στρατηγικής, του μοντέλου παραγωγικής διάρθρωσης και ανάπτυξης και του επιπέδου της ζήτησης στην οικονομία. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο ισορροπημένο μοντέλο ανάπτυξης, ένα επεκτατικό μείγμα εσωστρέφειας και εξωστρέφειας. Η επεκτατική εσωστρέφεια επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων ικανοποίησης της εγχώριας δαπάνης με υποκατάσταση εισαγωγών. Η επεκτατική εξωστρέφεια επιτυγχάνεται με την αύξηση των εθνικών μεριδίων παραγωγής στην παγκόσμια αγορά.

Το μισθολογικό κόστος έχει μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα του 2017 σε σχέση με την Ελλάδα του 2009, όμως η ανεργία έχει εκτιναχθεί. Αρκούν οι χαμηλοί μισθοί για να κάνουν την Ελλάδα πιο ανταγωνιστική;

Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης είχε ως στόχο τη μείωση των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων. Αν εξετάσουμε την κλαδική κατανομή του μέσου ονομαστικού μισθού στον ιδιωτικό τομέα παρατηρούμε ότι όλοι οι κλάδοι εμφανίζουν μειώσεις, που κατά μέσο όρο φτάνουν το 18,1%. Οι κλάδοι στους οποίους εμφανίζονται οι μεγαλύτερες μειώσεις είναι της εκπαίδευσης, της διασκέδασης και του τουρισμού. Αντίθετα, οι κλάδοι με τις μικρότερες μειώσεις είναι της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, μεταφοράς και αποθήκευσης, και των ορυχείων. Ο μέσος μισθός στη μεταποίηση μειώθηκε κατά 17,8%, στις κατασκευές κατά 19,8%, και στο εμπόριο κατά 19,9%. Τι άλλαξε στο αναπτυξιακό μοντέλο της οικονομίας;

Η αύξηση του όγκου των εξαγωγών είναι μικρή. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα έγινε πιο εξωστρεφής, καθώς αυξήθηκε το ποσοστό των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Αποκρύπτουν ότι η αύξηση αυτή οφείλεται στην κατάρρευση του ΑΕΠ. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους είχε περιορισμένα οφέλη και μόνο σε κάποιους κλάδους της οικονομίας. Την ίδια στιγμή η προς τα κάτω προσαρμογή του κόστους εργασίας εγκλώβισε τις επενδύσεις σε παραδοσιακούς κλάδους χαμηλής τεχνολογικής έντασης αναπαράγοντας το έλλειμμα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η μείωση των μισθών είναι μια μη βιώσιμη στρατηγική βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, ανάμεσα σε αυτούς και η ποιότητα της επιχειρηματικότητας.

Τελικά χρειαζόμαστε περισσότερο ή λιγότερο κράτος; Μέχρι πού πρέπει να φθάνει η ιδιωτική πρωτοβουλία και μέχρι πού η κρατική παρέμβαση για να έχουμε ανάπτυξη;

Η αντίθεση μεταξύ κράτους και αγοράς υπάρχει μόνο στις ακραίες πολιτικές ιδεολογίες, που χαρακτηρίζονται από μεγάλο έλλειμμα ρεαλισμού. Βέβαια, οι ιδεολογίες αυτές λειτουργούν ως μήτρες παραγωγής ιδεοληψιών που διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης αυτών που τις υιοθετούν και συνεπώς τις πεποιθήσεις τους, την πολιτική τους συμπεριφορά, τις αποφάσεις και τις παρεμβάσεις τους. Στην πραγματικότητα το κράτος και η αγορά είναι δύο θεσμοί που βρίσκονται μεταξύ τους σε μια εξελικτική αλληλεπίδραση. Το μέγεθος και η ποιότητα του ενός εξαρτάται από το μέγεθος και την ποιότητα του άλλου. Δυστυχώς ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας γίνεται με όρους αφηρημένης πολιτικής ιδεολογίας και όχι με όρους ρεαλιστικής οικονομικής θεωρίας. Κυριαρχεί η πεποίθηση ότι το ελληνικό κράτος είναι μεγάλο. Μήπως φαίνεται μεγάλο επειδή ο ιδιωτικός τομές είναι μικρός; Στις καπιταλιστικές οικονομίες ο κρατικός τομέας δημιουργεί ροές εισοδήματος που σταθεροποιούν και μεγεθύνουν τον ιδιωτικό τομέα και αντίστροφα. Αν αυτή η αλληλεπίδραση διαταραχθεί, π.χ., αν ο ιδιωτικός τομέας εκδηλώνει επενδυτική ανεπάρκεια με όρους ενός δυναμικού αναπτυξιακού μοντέλου, και επιπλέον φοροδιαφεύγει, εισφοροδιαφεύγει κ.λπ., τότε ο κρατικός τομέας αναπόφευκτα συσσωρεύει ελλείμματα και χρέος και συντηρεί μια άνιση σχέση, η οποία σωρευτικά δημιουργεί αυταπάτες για τη σχέση των δύο θεσμών. Αυτή η σωρευτική διαδικασία δημιουργίας αυταπατών είναι ένα από τα σημαντικά κεφάλαια της ελληνικής οικονομικής ιστορίας.

Πόσο μεγάλο πρόβλημα είναι τελικά το brain drain και πώς μπορούμε να το σταματήσουμε;

Το πρόβλημα του brain drain είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς πρώτα η χώρα και μετά η οικονομία χάνει το καλύτερα εκπαιδευμένο και καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό της. Για να το σταματήσουμε, πρέπει να γίνουν πάρα πολλά, από την αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης μέχρι την αλλαγή του μοντέλου επιχειρηματικότητας της χώρας. Πρόσφατα το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ δημοσίευσε μια μελέτη για τη σχέση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι ο επιχειρηματικός τομέας στην Ελλάδα αναζητά εργαζομένους με πτυχίο, μεταπτυχιακό, κ.ά, προσφέρει θέσεις εργασίας προσόντων λυκείου και δίνει αμοιβές για προσόντα γυμνασίου. Αν σε αυτήν την πραγματικότητα προσθέσουμε και την κρίση, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί υπάρχει brain drain και γιατί θα συνεχίσει να υπάρχει.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider